3.1.17

Η δίκαιη λύπη του ποιητή



του Γιάννη H. Iωάννου

πηγή: περιοδικό Εντευκτήριο, τχ. 109 


Κυριάκος Ευθυμίου. Κυρτός αλατοπώλης. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2015, 72 σελ.

Το έργο χωρίζεται σε πέντε ενότητες, που διατηρούν μεταξύ τους μια σχετι­κή ανεξαρτησία. Η οργάνωση της συλ­λογής δεν φαίνεται να πραγματοποι­ή­θηκε με στόχο μια οποιανδήποτε νοη­μα­τική αιτία. Παρ’ όλ’ αυτά, επιτυγ­χά­νεται μια εξελικτική πορεία που εγκαι­νιάζεται με τους αποφθεγματικούς στί­χους με τους οποίους ανοίγει και κλεί­νει η συλλογή: «Το φεγγάρι φωτί­ζει τρυφερά τ’ ακατάληπτο. Ένα σώμα αμίλητο με τα μάτια κλειστά». Η είσο­δος αυτή ανακοινώνει την επιδίωξη του ποιητή στην πορεία που θα διανύ­σει. Αναζητά το ακατάληπτο μέσα από μια μοναχική πορεία, αποξενωμένος, με ελάχιστη κατανόηση από τον περιβάλ­λοντα κόσμο. Διεισδύει σε μύχιες σκέ­ψεις, ενοχές, αγωνίες, πληγές και φοβί­ες, και τις ανασύρει στην επιφάνεια με λέξεις μέσα στις οποίες συχνά δεν χω­ρούν τα νοήματα, τα βιώματα και οι καταστάσεις που αποκαλύπτει. Oι λέξεις προσωποποιούνται, χαρακτηρί­ζονται από έναν ανθρωπομορφισμό, επικυρώνοντας τη θέση του Mallarmé, ότι δηλαδή η ποίηση γίνεται με λέξεις, όχι με ιδέες. Μέσα από αυτόν τον αν­θρωπομορφισμό, επιτυγχάνεται η υ­πέρβαση της βούλησης του ποιητή και η αυθεντική έκφραση του υποσυνεί­δητου. 



Ο Κυριάκος Ευθυμίου διαβάζει ποιήματά του
στην 5η Λογοτεχνική Σκηνή, Θεσσαλονίκη, 18.11.2016


Αναδεικνύεται μια διάσταση ανάμε­σα στον ποιητικό εαυτό και στον υπαρ­ξιακό. Oι δύο διαστάσεις συνυπάρχουν και συνδιαλέγονται: «Αυτός που ήμουν έγινα» (σ. 51), κατ’ αναλογία προς το ελυτικό «Αυτός που γύρευα είμαι» (Το Άξιον Εστί) και το “Je est un autre” («Εγώ είναι ένας άλλος») του Rimbaud. Η πληθυντική αυτή έκφραση τον οδη­γεί σε μια αυτοδιάσπαση που του επι­τρέπει να αποσυντίθεται και να διαλέ­γεται με τα στοιχεία που συνθέτουν το είναι του: φωνή, ψυχή, δάκτυλα κτλ. Έτσι, διοχετεύεται μέσα στο κείμενο μια πολυφωνική μορφή έκφρασης, που αναδεικνύει έναν υπαρξιακό πλουραλι­σμό ο οποίος ακυρώνει την έννοια της αντίφασης. Η αντίφαση είναι χαρακτη­ριστικό της λογικής, όχι της καλλιτε­χνικής δημιουργίας: «Επιστρέφω μέσα μου ήσυχα» (σ. 11), «Έλα, ύπνε, κλείσε την πόρτα της φωνής» (σ. 12), «Έλα, φωνή μου, παρακαλώ σε, ας φύγουμε από δω, μιλώντας» (σ. 17) ή «παίρνω την ψυχή μου αγκαλιά» (σ. 20): «Από­μακρος καθίσταμαι. Ενδύομαι το πρό­σωπο που είμαι» (σ. 37). Η πολυφωνία αυτή εκφράζει έναν συνεχή διάλογο με τον εαυτό του, ο οποίος αναδεικνύει βιωματικές καταστάσεις, αισθήματα και συν-αισθήματα που αλληλοσυ­γκρούονται μέσα σε έναν κόσμο χαοτι­κό. Η προσωποποίηση των λέξεων λει­τουργεί ως υπέρβαση της ατομικής βού­λησης και στηρίζει αυτόν τον διά­λογο, επιτρέποντας την αυθεντική έκ­φραση του υποσυνείδητου: «Τούτες τις λέξεις ποιος τις γράφει, ποιος είν’ αυτός που νομίζει πως είμαι;» (σελ. 60) ή «Το στόμα σου κατάμεστο από λέ­ξεις/ λέξεις που λουφάζουν μην τις μιλή­σεις/ λέξεις που φωνάζουν να τις φωνάξεις/ λέξεις που σφάζονται μεταξύ τους..» (σελ. 59). Oι λέξεις ανεξαρτητοποι­ού­νται από το υποκείμενό τους, θέτοντας τον ποιητι­κό εαυτό πάνω από τον υπαρξιακό. O ποιητικός άνθρωπος εί­ναι αυτός που μπορεί να συλλάβει την πληρότητα ε­νός κόσμου αντιφατικού, χαοτικού και σίγουρα τραυματικού.

O γενικός τόνος της συλλογής είναι χαμηλός, συχνά διακριτικός. Υποβό­σκει μια συνεχής απαισιοδοξία, μια μα­ταιοδοξία γι’ αυτό που άλλοι θα αποκα­λούσαν κοινωνικές, εθνικές, θρησκευ­τικές ή ιδεολογικές αξίες, ή ακόμη κοινωνική καταξίωση, μια παρακμιακή ατμόσφαιρα σε έναν κόσμο αυτοαναι­ρούμενο, γεμάτο ενοχές, μύχιους και ανομολόγητους φόβους, αγωνίες, υπο­κρισίες και διαψεύσεις: «Το πένθος προσκομίζει συμβάντα ντροπής. Μα τα ψεύδη θρηνούν τις δικές τους αλήθειες» (σ. 14). Καμιά μεγάλη ιδέα ή προοπτική δεν είναι σε θέση να υποκα­ταστήσει ή να πληρώσει το υπαρξιακό κενό. Μόνο οι μικρές καθημερινές χα­ρές μέσα από την σπουδή του ασήμα­ντου. Η στοργή και η τρυφερότητα της μάνας έρχεται να απαλύνει τις πληγές. Ενώ οι μικρές και ασήμαντες λεπτομέ­ρειες αναδεικνύονται πολύ σημαντικές στην καθημερινότητα του ποιητή. Η λύπη είναι το κυρίαρχο συναίσθημα στη σχέση του ποιητή με τον κόσμο: «λυπημένων ψαράδων», «ουράνια λύ­πη», «ασάλευτη λύπη», «δεν μεγαλώ­νει η λύπη μου», «σαν λυπημένο χρώμα», «λυπημένη διαύγεια», λυπη­μένα ασάλευτα χείλη», «δίκαιη λύπη» ― και αυτές οι εκφράσεις είναι μόνο ενδεικτικές. Η μοναξιά είναι το κατα­φύγιό του, που κατοικείται από τους φόβους, τις φοβίες, τα τραύματα, τις ενοχές, τον πόνο, τις πληγές και την πίκρα. Ταυτόχρονα, επιτρέπει στον ποι­ητή να υιοθετήσει μια διερευνητική προσέγγιση στη σχέση του με τον περι­βάλλοντα κόσμο, έναν κόσμο υποκρι­τικό, παρακμιακό λειτουργώντας λυ­τρωτικά, απελευθερώνοντας τη δημι­ουργική δύναμη που αποτελεί την ά­μυνά του έναντι του κόσμου αυτού.

Η συλλογή κλείνει με δύο απο­φθεγ­ματικούς στίχους, που προφανώς λει­τουργούν ως έξοδος και απαντούν στους αντίστοιχους της εισόδου: «Κάθε αυγή ντυμένη ξενιτιά. Με ρούχα που μυρίζουν αναχωρήσεις», μια ρήση που θυμίζει το ποίημα «Αναχώρηση» (σ. 29): «Ώρα να φύγω τώρα. Να πάω.» Η αποξένωση του ποιητή από τα ανθρώ­πινα και τα εγκόσμια, και η συνεχής αναχώρησή του για την αναζήτηση του εαυτού του ουσιαστικά κλείνει τη  συλλογή, δημιουργώντας την προοπτι­κή της συνεχούς αναζήτησης ενός κά­ποιου νοήματος σε έναν κόσμο που δεν έχει νόημα.

Από αισθητική άποψη, τα κείμενα της συλλογής είναι πολύ προσεγμένα, γραμμένα σε μια γλώσσα ταυτόχρονα α­πλή αλλά και βασανιστικά μελετημέ­νη. Oι λέξεις χρησιμοποιούνται σε ιδι­αί­τε­ρα δυναμικούς συσχετισμούς και με­τα­φέρουν μια ιδιαίτερη φόρτιση σε σχέ­ση με το νοηματικό τους περιεχό­με­νο. Επι­τυγχάνεται έτσι μια νοηματική α­κρί­βεια που συνδυάζει τον ρυθμό με την παρηχητική μουσικότητα του στί­χου.

Το μεταφορικό σύστημα είναι πράγ­ματι πλούσιο και πρωτότυπο και χαρα­κτηρίζεται από τολμηρούς συσχετι­σμούς που δημιουργούν εικόνες προ­σωπικές, προσδίδοντας ένα ιδιαίτερο στίγμα ταυτότητας στο αισθητικό του σύστημα: «σκυθρωπών διαψεύσεων» (σ. 43), «λυπημένη διαύγεια» (σ. 44), «δρι­μύ ψέμα των ουρανών» (σ. 46), «πρό­σφυγες φόβοι» (σ. 54), «θυμωμένη πλη­γή» (σ. 55) «πνιγμένο κουράγιο» (σ. 59), «ενάρετα ξίφη» (σ. 61), «μάταιο λυγμό» (σ. 65). O μηχανισμός της εικονοπλα­σίας στηρίζεται στην σύζευξη επιθέτων ή επιθετικών προσδιορισμών φορτι­σμένων με έντονα συναισθήματα ή η­θικό περιεχόμενο από τη μια και αφη­ρημένες έννοιες και βιωματικές κατα­στάσεις από την άλλη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πρωτότυπες εικό­νες που προκαλούν συνεχώς το πνεύμα του αναγνώστη και ασυναίσθητα ει­σχωρούν και αποτυπώνονται μέσα του, αφυπνίζοντας και ερεθίζοντας ό,τι πιο ανθρώπινο ενυπάρχει ως απωθημένο βίωμα, φοβία, χαρά ή λύπη, αγωνία ή ενοχή, ή ακόμη και περιέργεια.

Η συλλογή του Κυριάκου Ευθυμίου είναι στην πραγματικότητα μια λυτρω­τική πράξη που του επιτρέπει να περά­σει από τους βασανιστικούς προβλημα­τισμούς για τον κόσμο και τη ζωή, στην ανάδειξη της σεμνότητας, της αυ­θεντικότητας, της ειλικρίνειας, της απλής και ασήμαντης καθημερινότη­τας, ως αξιών της πορείας μας από τη γέννηση στον θάνατο. Ενδεικτικό γι’ αυτό είναι το ποίημα «Παράφορο φιλί», όπου ο ποιητής αναμετράται με την αγωνία και τον φόβο μας του θανάτου, για να φτάσει στη λύτρωση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: