6.9.16

Μεσαγρός


φωτογραφία: Βούλα Παπαϊωάννου


του Χρήστου Αγγελάκου

πηγή: Facebook

Συνέβη χτες. Μετά την ωριαία προσευχή στο αγαπημένο μοναστήρι, οι φίλοι πρότειναν να κολυμπήσουμε. Δεν είχα μαζί μου μαγιό, και σιγά τη δυσκολία δηλαδή, θα έκανα και χωρίς αυτό. Όμως από τη θάλασσα διάλεξα την εξάρτηση από το ίντερνετ και μ' αφήσανε σ' ένα καφενείο στον Μεσαγρό. Το είχανε τρεις κοπέλες, συμπαθέστατες, σηκώσανε στο πόδι το μαγαζί για να με βάλουνε κοντά σε πρίζα, να μου φέρουν τραπέζι, να μου δώσουν κωδικούς, ό,τι μπορούσε να χορτάσει πρόσκαιρα το ομολογημένο πάθος μου. Μπήκα στο φέισμπουκ, διάβαζα αναρτήσεις, έγραψα κι αυτά τα ντεμέκ τα ερωτικά που γράφω, τα δήθεν τάχα μου, τα τρία πουλάκια κάθονταν και πλέκανε πουλόβερ. Μίλαγα και στο ίνμποξ και ψιλοτραγούδαγα φτιαγμένος από το σιντί που έπαιζε, Μητροπάνο, Αλεξίου, Κανά, όλα αυτά που δεν νοιάζεσαι να σου αρέσουν πια, απλώς τα έχεις συνηθίσει. Κι εκεί που τραγούδαγα "βήμα, βήμα νιώθω πως θα" η μουσική κόβεται ξαφνικά, ένα cut στην ηχητική μπάντα. Σηκώνω το κεφάλι από την οθόνη και βλέπω όλα τα τραπέζια του μαγαζιού και της βεράντας στρωμένα με τραπεζομάντιλα, και πάνω τους μικρά μπουκάλια μπράντι Μεταξά, παξιμάδια και πιάτα με γραβιέρα και ελιές. Άρχισαν να φτάνουν οι γυναίκες με τα μαύρα και οι ξυρισμένοι άντρες με τα λευκά πουκάμισα. Έστειλα μήνυμα να έχουν να με πάρουνε, μόλις άκουσα τις κοπέλες να λένε πως στο διπλανό τραπέζι θα κάθονταν η μάνα του, η γυναίκα του και τα παιδιά του. Δεν ήμουνα φρικαρισμένος, αλλά είχα την αίσθηση πως συμμετέχω σ΄ένα ξύπνιο όνειρο από το οποίο ήθελα να βγω. Άκουγα τα κλάματα, έβλεπα τα πρησμένα μάτια, και διέσχισα το γεμάτο μαγαζί, με τα πολύχρωμα ρούχα μου, πιο γυμνός από ποτέ, κοιτάζοντας να πατάω σταθερά πάνω στο όριο που χωρίζει τη φθαρμένη μπάντα της ζωής από τις οιμωγές του θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: