17.7.16

Kαλοκαίρι στο χωριό [Ιστορίες του καλοκαιριού, ΙΙ ]



του Χρήστου Γραμματίδη

πηγή: Facebook

Όταν ήμασταν μικροί, τέτοια εποχή ήταν ο μήνας που ήμασταν στο χωριό. Μετά το κλείσιμο του σχολείου πηγαίναμε πάντα στο Βόλο με τον παππού Τάκη και τη γιαγιά Λίτσα, στο ξενοδοχείο του θείου Αλέκου. Μέσα Αυγούστου, κάθε χρόνο, ανεβαίναμε οικογενειακώς με το τροχόσπιτο στο Φανάρι Ροδόπης, για το κυνήγι του μπαμπά ― άνοιγε η σεζόν. Στο μεσοδιάστημα ήμασταν με τη γιαγιά Νία στον Κοσμά Κυνουρίας, στην κορυφή του Πάρνωνα, το χωριό της μαμάς. Το σπίτι δίπατο, χοντροί πέτρινοι τοίχοι, ήταν δροσερό ακόμη κι αν έκανε 35 βαθμούς. Το έκαψαν μια φορά οι Ιταλοί και μια φορά οι Γερμανοί, έλεγε η γιαγιά. Κάτω η σάλα, πάνω τα υπνοδωμάτια. Η τουαλέτα και η κουζίνα σε χωριστό κτίσμα. Στην αυλή ο ξυλόφουρνος και η πετροκερασιά απ' όπου κρεμόταν η κούνια. Η γιαγιά έπλενε στο χέρι, με το λουλάκι. Κάθε απόγευμα έπρεπε να πιούμε το χυμό μιας ντομάτας στυμμένης στο σουρωτήρι (αηδία). Η γιαγιά μας έπαιρνε μαζί στη “λαχίδα”, το μικρό περιβολάκι της, να μαζέψουμε κολοκυθοκορφάδες και φασολάκια. Μαγείρευε στο πετρογκάζ με μαντεμένια σκεύη (πιο νόστιμο το φαΐ έτσι). Οι γειτόνισσες, η θεια-Μαρία και η θεια-Αγλαΐα, φτιάχνουν κεριά στην αυλή, ψήνουν ψωμιά, απλώνουν τον τραχανά στο ταρατσάκι (τον τρώω ωμό όπως λιάζεται, «να κάτσεις να το φυλάς από τις γάτες σ' έβαλα, βρε μωροκούελο, κι εσύ τρως τον τραχανά;» λέει η γιαγιά) πίνουν καφέ και λένε τα νέα του χωριού: ονόματα, φάτσες, όλα μισογνωστά, μισοάγνωστα. Τέλος Ιουλίου πάμε όλο το χωριό στο μνημείο του Φεστούτσιο (από το όνομα του Ιταλού διοικητή) για την επέτειο της μάχης του Κοσμά. Το αντάρτικο του Πάρνωνα, ΕΑΜίτικο, ζει από τις αφηγήσεις της γιαγιάς: «Καβαλήκαμε τον Πάρνωνα και βγήκαμε πέρα στον Αι-Γιώργη, μες στη νύχτα. Μείναμε στις σπηλιές με τους αντάρτες». Το πανηγύρι της Παναγιάς της Έλωνας δεν θα το προλάβουμε, θα είμαστε στη Θράκη, θα φέρνει ο μπαμπάς ορτύκια το πρωί που θα ξυπνάμε και ψάρια με τη βάρκα το βράδυ πριν κοιμηθούμε. Τα δάση με τις καστανιές γύρω από το χωριό τα ξέρω πολύ καλά, έχω ματώσει τα πόδια μου κι έχω χαλάσει πολλά ζευγάρια παπούτσια εκεί (με τον φίλο μου τον Αλέξανδρο, είχε πεθάνει ο αδερφός του, πράγμα εντελώς ανήκουστο για μας τους υπόλοιπους. πώς θα ήταν αν πέθαινε η αδερφή μου;). Τα απογεύματα κάθομαι στα παγκάκια στην άκρη του χωριού, αγναντεύω τις κοιλάδες. Τα βράδια στην πλατεία, παίζουμε κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια και γύρω από τις βρύσες με σχήμα κεφαλής λιονταριού. Τα παιδιά του χωριού είναι άλλη παρέα από αυτήν στην Αθήνα, έχουν ζώα, κάνουν αλλόκοτα πράγματα, πρωτάκουστα, καβαλάνε τρακτέρ, αρμέγουν, μιλάνε με προφορά περίεργη. Το ταξί που έρχεται να μας πάρει για την Αθήνα, φορτώνεται κούτες και τσουβάλια: καρύδια, κάστανα, λάδι, μυζήθρες, τραχανάς, χυλοπίτες, χόρτα, τσάι. Η γιαγιά μένει μόνη στο χωριό. Πώς μπορεί μόνη της; Είναι τόσο κοντή και τόσο γριά και τόσο άσπρη. Είναι γεννημένη το 1909 λέει η μαμά. Εμένα η παιδική μου ηλικία τότε τέλειωσε, όταν πέθανε η γιαγιά.



O Χρήστος Γραμματίδης είναι δικηγόρος.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. 
Γράφει στο amagi.gr, στο elculture.gr
και στο fnl-guide.com.

Δεν υπάρχουν σχόλια: