1.7.16

Πρόδρομος Μάρκογλου: «Στην επιχείρηση που δούλευα για δεκαπέντε χρόνια κανένας δεν ήξερε ότι γράφω»


Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

πηγή: http://fractalart.gr

Με αφορμή τη «Συντυχία» του Πρόδρομου Μάρκογλου, ο συγγραφέας μιλά για τη ζωή και το έργο του. Για το διήγημα, την εποχή, τους νέους, τη δημιουργική γραφή. Σεμνός και ουσιαστικός όπως πάντα.

Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Συντυχία» από τις εκδόσεις του περιοδικού Ένεκεν;
-Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, εκδότης του περιοδικού Ένεκεν , μου ζήτησε ένα διήγημα. Του έδωσα την «Συντυχία» γιατί ήταν το μόνο έτοιμο για δημοσίευση. Μου είπε ότι θα το δημοσιεύσει στο επόμενο τεύχος. Η έκπληξη ήταν ότι το έκανε ένθετο βιβλιαράκι στο περιοδικό του, τεύχος 33, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2014. Η «Συντυχία» είναι ένα διήγημα ή μια μικρή νουβέλα με την τεχνική του κολάζ. Έχω επιλέξει τμήματα από τη ζωή του κεντρικού προσώπου και από τη κοινωνική ζωή των χρόνων του για να γίνει η περιγραφή της υπαρξιακής και κοινωνικής του υπόστασης.

-Αλήθεια ποια έντυπα περιοδικά εκδίδονται σήμερα στην Θεσσαλονίκη;
Τα καθαρά λογοτεχνικά έντυπα που εκδίδονται σήμερα στη Θεσσαλονίκη είναι: το Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη και το Ένεκεν του Γιώργου Γιαννόπουλου.

-Ο συγγραφέας της ιστορίας προτείνει σε μια νέα ποιήτρια να στείλει ποιήματά της σε έντυπα περιοδικά. Αυτό σε τι βοηθάει έναν ποιητή;
Σήμερα πάρα πολύ εύκολα τυπώνονται βιβλία με ποιήματα ή γίνεται ανάρτησή τους στο διαδίκτυο. Σε παλαιότερες εποχές, όπως και στη δική μου τη γενιά, τα ποιήματά μας τα δοκιμάζαμε πρώτα σε φίλους ή σε γνωστούς ποιητές και αφού είχαμε μια ενθαρρυντική άποψη τότε, και πάλι μετά από σκέψη, προσπαθούσαμε να τα δημοσιεύσουμε σε κάποιο περιοδικό για να δούμε και πάλι τις αντιδράσεις σε ευρύτερο χώρο. Μόνο τότε αφού είχε ωριμάσει, κατά κάποιο τρόπο, η δουλειά μας αποφασίζαμε να βρούμε τρόπο να εκδοθούν σε βιβλίο. Και φυσικά να εισπράξουμε τις πρώτες κριτικές. Έτσι υπήρχε ελπίδα να γίνει ένα σταθερό πρώτο βήμα στο χώρο της ποίησης. Όλα αυτά βοηθάνε να γίνει μια σωστή και υπεύθυνη δημιουργία.

-Σήμερα περισσότερα είναι τα ηλεκτρονικά περιοδικά. Άρα διαβάζουν οι νέοι μας περισσότερο ποίηση και πεζογραφία;
Το σίγουρο είναι ότι σήμερα εκδίδονται πολύ περισσότερα βιβλία από εκδοτικούς οίκους και από ιδιωτικές εκδόσεις, από ότι στο παρελθόν, και υποθέτω πως θα πρέπει να έχει αυξηθεί και ο αριθμός των αναγνωστών. Έχω αμφιβολία για την ποιότητα των γραπτών.

-Ο Παύλος Μαρτάκος, στην ιστορία σας, είναι ο συγγραφέας που μοιάζει να χαρακτηρίζεται από εγκράτεια. Όταν το ζητούν να μιλήσει για το έργο γνωστού ποιητή αρνείται και αποφεύγει την πρόσκληση με μια ασήμαντη δικαιολογία. Δεν πρέπει, όμως, να αποδεχόμαστε τέτοιες προτάσεις;
Όταν ζητούν από το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος «Συντυχία» να κάνει μια δημόσια ομιλία στην Δημοτική Βιβλιοθήκη για έναν γνωστό ποιητή της επιλογής του να μην ξεχνάμε ότι είμαστε στις αρχές του 1960 και ο Μαρτάκος ακόμη δεν έχει εκδώσει βιβλίο καθώς βρίσκεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας γραπτού λόγου. Έτσι είναι λογικό να είναι επιφυλακτικός και συγκρατημένος. Ακόμη θα ήθελα να πω πως δεν μπορούμε να δεχόμαστε οποιαδήποτε πρόσκληση για ομιλίες. Θα πρέπει αν αξιολογούμε όταν έχουμε να πούμε κάτι άξιο λόγου και να μην φλυαρούμε.

-Η ζωή του Παύλου μοιάζει με τις σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Μεγαλώνει δύσκολα και προσπαθεί με ζήλο να βρει δουλειά για να επιζήσει. Έχει αλλάξει τίποτε από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα για την εύρεση εργασίας;
Μετά το πόλεμο και σχεδόν μέχρι τις μέρες μας ήμασταν κατά βάσει χώρα γεωργική και τουριστική με άναρχη οικονομία. Ελάχιστες επενδύσεις υπήρχαν με μεγάλη προστιθέμενη αξία. Κι αυτό γινόταν με τους χαμηλούς μισθούς. Η πρωτότυπη παραγωγή ήταν ελάχιστη. Η εργασία ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση για’ αυτό και οι κατά καιρούς μεταναστεύσεις. Τώρα για άλλη μια φορά το κεφάλαιο συσσώρευσε τεράστια κέρδη που δεν μπορεί να τα επενδύσει για να έχει κι άλλα περισσότερα κέρδη, έτσι τώρα και πάλι με τις απάτες του χρηματιστηρίου τα χρήματα αλλάζουν χέρια και αυξάνουν τα κεφάλαια των επιτηδείων. Γιατί τα χρήματα δεν χάνονται, απλά αλλάζουν χέρια. Με την παγκοσμιοποίηση, μετά και την εξάλειψη του αντίπαλου δέους του υπαρκτού σοσιαλισμού, τα κεφάλαια πλέον σαρώνουν πλανητικά. Αρπάζουν ό,τι είναι να αρπάξουν και μετά πάνε παρακάτω για να κάνουν πάλι τα ίδια. Σωρεύουν τα κεφάλαια, διαλύουν τους κοινωνικούς ιστούς, εξαθλιώνουν τους ανθρώπους και μετά αγοράζουν για ψίχουλα τα κατεστραμμένα και τον πλούτο όπου και πάλι επενδύουν για νέα κέρδη. Οι άνθρωποι γίνονται δούλοι και οι χώρες είναι χρεωμένες για πάντα.

-Βρίσκει μια δουλειά και στην συνέντευξη σε μια ερώτηση που του κάνουν αν έχει σχέση με τον συγγραφέα Μαρτάκο φαίνεται σαν να χάνει το έδαφος και να μην θέλει να δεχθεί την ιδιότητα του ποιητή που έχει. Τι συμβαίνει, ποιές δυνάμεις τον εμποδίζουν;
Είμαστε, ας μην το ξεχνάμε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η χώρα μόλις βγαίνει από τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο, η ελληνική κοινωνία είναι ακόμη αρκετά ακαλλιέργητη, κάθε ασχολία που δεν έχει άμεση σχέση με το ψωμί θεωρείται ύποπτη και ελαφρώς γελοία. Και ιδίως στην επαρχία ένας ποιητής ή συγγραφέας ήταν πάντα ένα ύποπτο πρόσωπο, δεν ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης για σοβαρή δουλειά. Σε αυτό, βέβαια, είχε συμβάλει ο ελληνικός κινηματογράφος και τα μπουλούκια των επιθεωρήσεων που γύριζαν στην επαρχία όπου όλοι εμφάνιζαν τους ποιητές σαν κάτι τρελούς και αλλοπαρμένους. Όταν έγινε ο Σύλλογος Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών στην Καβάλα χρειάστηκαν κάτι χρόνια και σκληρή δουλειά για να μας πάρουν σοβαρά. Ακόμη στην επιχείρηση που δούλευα για δεκαπέντε χρόνια κανένας δεν ήξερε ότι γράφω. Γι’ αυτό ο Μαρτάκος όταν ακούει τον μελλοντικό του εργοδότη να του λεει ότι κάτι διάβασε στο ΒΗΜΑ για κάποιο βιβλίο του φοβάται πως μπορεί να μην προσληφτεί.

-Η ιστορία σας έχει αρχή, μέση και τέλος. Υπάρχει κάποια τεχνική στην συγγραφή των διηγημάτων;
Πρώτα πρέπει να εντοπίσω ποια είναι η ιστορία που θέλω να αφηγηθώ. Όταν αυτό γίνει, τότε πρέπει να βρω τον χώρο και τον χρόνο όπου θα τοποθετήσω την αφήγησή μου, να τους μελετήσω, μετά ανάλογα με τα πρόσωπα πρέπει να εντοπισθούν οι ιδέες και τα αισθήματά τους, οι σχέσεις με άλλα πρόσωπα και με τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Αφού εναρμονιστούν όλα αυτά μπορώ να προχωρήσω στο γράψιμο αλλά και πάλι καθώς προχωράει η γραφή πολλά μπορεί να αλλάξουν καθ’ οδόν και στην ιστορία και στα πρόσωπα. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος από την αρχή πού θα φτάσεις. Γιατί, καθώς τα πρόσωπα της αφήγησης αποκτούν οντότητα, πολλές φορές σε πάνε εκεί που εκείνα θέλουν.

-Εσείς γράφετε ποίηση αλλά και πεζό. Αλήθεια πώς ανακαλύψατε το μηχανισμό της γραφής;
Θα μπορούσα να πω ότι με ανακάλυψε η γραφή. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν ήταν να πάω σχολείο έγινε ο πόλεμος του 1940. Μετά είχαμε στην Ανατολική Μακεδονία και στην Θράκη διπλή Κατοχή. Γερμανική και Βουλγαρική. Βούλγαροι ενσωματώνανε τα εδάφη αυτά στο κράτος τους, έτσι δεν υπήρχε πια τίποτε το ελληνικό. Φυσικά δεν υπήρχαν σχολεία παρά μόνο Βουλγαρικά. Δεν πήγα, βέβαια, σε Βουλγαρικό σχολείο. Έτσι μέχρι το 1943 δεν ήξερα να διαβάζω και να γράφω. Εκείνη τη χρονιά η μητέρα μου βρήκε μια γειτόνισσα που είχε τελειώσει το Γυμνάσιο και μου έκανε μαθήματα κρυφά στο υπόγειο. Αργότερα οι πόλεμοι, οι θάνατοι, η πείνα, ο τρόμος, η απελπισία, οι απώλειες καθώς με μπούκωναν ήθελα να μιλήσω. Ήθελα κάτι να πω για όλα αυτά μου με κατακλύζανε. Αλλά δεν ήξερα πώς. Γι’ αυτό πέρασαν χρόνια γράφοντας και σκίζοντας. Η ανακάλυψη της γραφής ήταν οδυνηρή και λυτρωτική.

-Σήμερα υπάρχουν εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά;
Στα εργαστήρια μπορείς να μάθεις να γράφεις σωστά. Η λογοτεχνική γραφή, όμως, δεν μαθαίνεται στα εργαστήρια.

-Ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους και επίδοξους συγγραφείς;

Να διαβάζουν, να σκέπτονται, να γράφουν και να σκίζουν μέχρι να φτάσουν σε κάτι ουσιώδες που θα τους συγκλονίζει και θα τους λυτρώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: