1.3.16

Ένα βιβλίο στο κομοδίνο της Ελένης Κοσμά



«Στο σπίτι μέσα ψιχαλίζει...»: διαβάζοντας τον Τέλλο Άγρα.

(Τέλλος Άγρας, Τα ποιήματα, τ. Ά, επιμέλεια: Έλλη Φιλοκύπρου, ΜΙΕΤ, 2014)

«Και κλώθουν και περνάν και πάνε
οι ώρες –κι αλάθευτα χτυπάνε »
(Τέλλος Άγρας, «Στο σπίτι μέσα») 

Ο πρώτος τόμος των Ποιημάτων του Τέλλου Άγρα, με την ακάματη φιλολογική φροντίδα της Έλλης Φιλοκύπρου και υπό τη γενναιόδωρη στέγη των εκδόσεων του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, συγκεντρώνει τις δύο συλλογές ποιημάτων του Άγρα, «Τα βουκολικά και τα εγκώμια», συνθεμένη μεταξύ 1917 και 1924, και τις «Καθημερινές», με ποιήματα μέχρι και το 1930. Η έκδοση συνοδεύεται από τις «Σημειώσεις», ένα κριτικό επίμετρο στο οποίο δίνονται πληροφορίες σχετικά με ζητήματα εκδοτικά,  και από το άρτιο «Σημείωμα της επιμελήτριας», στο οποίο η Έλλη Φιλοκύπρου συζητά τις δύο αυτές συλλογές του Άγρα. Οι δύο συλλογές του τόμου κυκλώνουν ένα οικείο ερώτημα, μια συζήτηση γνώριμη στους ποιητές του περασμένου αιώνα: τον προβληματισμό σχετικά με τη δυνατότητα του ποιητή, όπως σημειώνει η επιμελήτρια του τόμου, «να δει και να κατανοήσει την ανθρώπινη πραγματικότητα, καθώς και να προσφέρει τρόπους ανάγνωσης και αποδοχής της.»  (από το «Σημείωμα της επιμελήτριας»)
            Η ποίηση των αρχών του 20ου αιώνα, η ποίηση της εποχής του Άγρα, του Φιλύρα, του Λαπαθιώτη, του Ουράνη, σχεδόν χαρτογραφεί, θα λέγαμε, το (αστικό) τοπίο της όρασης του ποιητή και μαζί συζητά τις ίδιες τις αγωνίες που συνοδεύουν την παραγωγή της, εγκαινιάζοντας έτσι έναν νέο ποιητικό «τόπο» ανάμεσα στο ίδιο το έργο τέχνης και στο σχόλιο, το οποίο ενσωματώνει πλέον λειτουργικά. Η όραση, το βλέμμα του ποιητή πάνω στον τόπο, είναι το φίλτρο της «ηθικής» του και αποκαλύπτεται στην ίδια τη μορφή του ποιήματος: «η μορφή», γράφει ο Τέλλος Άγρας, «είναι η εφαρμοσμένη ηθική του καλλιτέχνου». Και αλλιώς: «ο Άγρας διδάσκει ότι κάθε προσπάθεια να μιλήσουμε ουσιαστικά για τη μορφή θα εκτραπεί αναπόφευκτα και προς την ουσία, και ότι δεν υπάρχει μορφή που δεν μετέχει της ουσίας, μήτε και ουσία ειδικώς για τα ποιητικά πράγματα, αρρύθμιστη, αμέτοχη μορφής.»[1]
            Μπορούμε, λοιπόν, να διατυπώσουμε μια σκέψη: εάν η λυρική ποίηση, η ποίηση, ας πούμε, του Άγρα, διεκδικεί και δοκιμάζει τη μορφοποιητική της δύναμη, που δεν είναι άλλη από τη δύναμη του βλέμματος πάνω στα πράγματα, και εάν η ίδια η «αυταπάτη που επιθυμούμε να λάβουμε από τον λυρισμό»[2] δεν είναι παρά η ίδια η εγγενής αντίφαση της κατορθωμένης μορφής, της διεκδίκησης, ακριβώς ενός «τόπου», ενός ποιήματος, ίσως, υπεσχημένου ήδη από την πρώτη επιλογή της φόρμας, η σχέση που αναπτύσσει ο ποιητής με τη μορφή είναι ένας τρόπος εποπτείας, «όρασης» του παρελθόντος και του παρόντος, του έξω κόσμου, του τόπου στον οποίο καταλύει και από τον οποίο απομακρύνεται. Είναι ένας τρόπος «εισόδου» σε αυτό το «σπίτι», το οποίο επανέρχεται συστηματικά στην ποίηση του Άγρα: «Αργά, στο σπίτι σα γυρνώ/ τη νύχτα, απ’ την πλατεία περνώ. / που κρέμετ’ έρημο φανάρι· / νοτιά το δέρνει βραδινή /και το τινάζει απ’ το σχοινί, /σφοδρά, για να το συνεπάρει.» (Τέλλος Άγρας, «Αργά, στο σπίτι...»)





[1] Διονύσης Καψάλης, Τα μέτρα και τα σταθμά, ΑΓΡΑ, 1998
[2] Διονύσης Καψάλης, ό.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια: