10.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Θάλασσα. Παιδιόθεν». Γράφει ο Βασίλης Τερζόπουλος



Βουνό ή θάλασσα; Σ' όλη τη διάρκεια του Αυγούστου θα δημοσιεύονται εδώ ιστορίες του καλοκαιριού, γραμμένες από συνεργάτες και φίλους του περιοδικού Εντευκτήριο


Θάλασσα. Παιδιόθεν


«Κοριτσάκι μου, ποτέ μην αγαπήσεις καλοκαίρι» μου έλεγε κουνώντας το δάχτυλο η γιαγιά μου, όταν μου χτένιζε τα μαλλιά. 
«Τα καλοκαίρια οι καρδιές μετρούν τα πράγματα αλλιώς. Είναι πιο ανοιχτές και ξεγελιούνται. Κι ύστερα, τον χειμώνα, μαζί με τον χιονιά έρχονται κι οι καημοί.»
Δεν καταλάβαινα και πολλά απ’ αυτά που εννοούσε, αλλά τα λόγια της γιαγιάς μου πάντα τα έπαιρνα στα σοβαρά.
«Μα, ρε γιαγιά, εγώ αγαπάω τον Διονύση… Είναι ο καλύτερός μου φίλος όλα τα καλοκαίρια που έρχομαι στη Σαρακίνα. Τους χειμώνες στη Σαλονίκη δεν τον βλέπω και τον ξεχνάω.»
Ο Διονύσης ήταν βουνίσιος, από τα ορεινά χωριά της Καβάλας. Εγώ τη θάλασσα την είχα στο αίμα μου. Έσπασε την καλοκαιρινή μου πλήξη όταν ήρθε με τους γονείς του στην παραλία που παραθερίζαμε. Ήμουν ώς τότε το μοναδικό παιδί σ' ολόκληρη τη Σαρακίνα.
«Τι εννοείς δεν ξέρεις μπάνιο; Δηλαδή βουλιάζεις μέσα στο νερό; Έλα, θα σου μάθω εγώ. Είναι πανεύκολο.» Τα διασκέδαζε τα μαθήματά μου, ήμουν κι εγώ καλή δασκάλα, μέχρι που πάτησε έναν αχινό.
«Μαμά! Πάτησα ένα κάστανο μέσα στη θάλασσα! Πονάει! Έκανε τρεις μέρες να πλησιάσει το νερό. 
Μετά το απογευματινό μπάνιο κάναμε βόλτες στα πεύκα. Τρώγαμε καρπούζι σε φέτες και βάζαμεΣΤΟΊΧΗΜΑ ποιος θα φτύσει πιο μακριά τα κουκούτσια. Περπατούσαμε στα βραχάκια και μαζεύαμε κοχύλια. Αντάλλασσα τα πιο σπάνια δικά μου για τρία συνηθισμένα. Ούτως ή άλλως, για τον Διονύση όλα σπάνια ήταν. Μαζεύαμε ξύλα και το βράδυ ανάβαμε φωτιά. Μου έλεγε φανταστικές ιστορίες για να φοβάμαι κι εκείνος γελούσε. 
«Άντε ρε χαζή, εγώ δεν κινδυνεύω, τα ζόμπι προτιμούν κοριτσίστικο αίμα.»
Εγώ όμως έκανα την έξυπνη όταν οι γονείς μας πήγαιναν στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων κι εμάς μας άφηναν να τους περιμένουμε στο αυτοκίνητο. Του διηγούμουν όλους τους αρχαίους μύθους που μου έλεγε η γιαγιά μου για να κοιμηθώ και τον κορόιδευα που δεν ήξερε κανέναν, μπέρδευε τους ήρωες και έκανε ότι βαριόταν, για να σταματήσω. 

Λίγα καλοκαίρια μετά ήταν καλός κολυμβητής πια. Όχι καλύτερος από μένα βέβαια. 
«Κωνσταντίνα, σε νικάω ελεύθερο από δω ώς τη σημαδούρα του καπετάν-Γιάννη;»
«Ονειρεύεσαι, βουνίσιε!» 
Ήταν σειρά του πια να με μάθει να σκαρφαλώνω στα δέντρα. Άνοιξα κανά-δυο φορές τα γόνατά μου αλλά δεν το 'βαζα κάτω. Η πιο δύσκολη φορά, θυμάμαι, ήταν όταν, αφού ανέβηκα, δεν μπορούσα να κατέβω από ένα πεύκο. Είχα τρομοκρατηθεί. Τότε σκαρφάλωσε δίπλα μου, με κράτησε αγκαλιά για λίγα λεπτά να ηρεμήσω, και κατεβήκαμε μαζί προσεκτικά. Αυτό ήταν αρκετό για να τον δω πλέον κάπως διαφορετικά. 
Πολλά απογεύματα εκείνου του καλοκαιριού δεν ερχόταν για μπάνιο ή για βόλτα. Έμπαινε στο τροχόσπιτό τους και κλεινόταν για ώρες. Ήταν κουρασμένος, έλεγε. Κι εγώ έπληττα. Η μαμά μου τότε μου είπε πως είχε μείνει μετεξεταστέος σε τρία μαθήματα και οι γονείς του τον πίεζαν να διαβάσει. Με συμβούλεψε πως δεν έπρεπε να του το πω και να τον προσβάλω. Και δεν του είπα ποτέ τίποτα. 
Εκείνο το καλοκαίρι μάς πήραν και τους δύο μαζί τους να δούμε τους Όρνιθες του Αριστοφάνη. Καθίσαμε χώρια απ' τους γονείς μας, γιατί ήμασταν και μεγάλοι πια. Ο Διονύσης βαρέθηκε, εγώ δεν χόρταινα εικόνες. Τα βράδια στις φωτιές ήταν λίγο πιο σιωπηλός. Μ' άφηνε να ξαπλώνω στα πόδια του και ανάσκελα στην άμμο, κι εκείνος μου έδειχνε και ονομάτιζε τους αστερισμούς. 
«Μόνο τα καλοκαίρια στη Σαρακίνα βλέπω τόσα πολλά αστέρια.»
«Στο χωριό μου φαίνονται όλα χειμώνα – καλοκαίρι, αρκεί να μην έχει σύννεφα» 
Με κάλεσε να πάω να τον επισκεφθώ τον χειμώνα, να μου δείξει και τα ουράνια και τα επίγεια τοπία του τόπου του. Τη θυμήθηκα την πρόσκληση μερικές φορές και την επικαλέστηκα στη μαμά μου. Αλλά δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία. Δεν πήγα ποτέ. 

Ήρθαν ωστόσο κι άλλα καλοκαίρια, και οι απογευματινοί διαγωνισμοί κολύμβησης έγιναν αργοί περίπατοι με ατελείωτες συζητήσεις, μικρές δόσεις φιλοσοφίας και ανησυχίες για πιεστικούς γονείς, επαγγελματική αποκατάσταση, φίλους που δεν στάθηκαν αντάξιοι της φιλίας μας, ερωτικές απορρίψεις ή απογοητεύσεις, αδιέξοδα, άπιαστα όνειρα.
«Άλλαξες πολύ από πέρσι.»
«Πως άλλαξα δηλαδή;» απάντησα, ρωτώντας ρητορικά περισσότερο, αφού κατάλαβα πως εννοούσε το φουσκωμένο στήθος μου και τους στρογγυλεμένους γοφούς μου.
«Κι εσύ είσαι διαφορετικός. Πιο ώριμος. Ξυρίζεσαι σ’ ολόκληρο το πρόσωπο;»
Ο Διονύσης κι εγώ, ο παιδικός μου φίλος, η καλοκαιρινή μου συντροφιά στην αγαπημένη μου Σαρακίνα, δώσαμε ένα εφηβικό φιλί κάτω από την παχιά σκιά των πεύκων που κάποτε σκαρφαλώναμε, ένα μεσημέρι Αυγούστου.
«Τα μάτια σου έχουν το ίδιο χρώμα με τις φρέσκες πευκοβελόνες.»
«Σημάδι πως είμαι γνήσιο παιδί του βουνού» γέλασε. 
Και το ίδιο βράδυ ακόμη ένα φιλί, στο φως μιας πανσελήνου που μπαινόβγαινε στα σύννεφα. 
«Κοίτα ένα κόλπο. Κάτσε ανάσκελα στην επιφάνεια του νερού. Ήρεμα, μην κουνιέσαι. Έτσι. Θα ανακατέψω το νερό γύρω σου. Μην τρομάξεις. Νιώσε τις μπουρμπουλήθρες του αέρα να σου γαργαλάνε την πλάτη. Όλες. Ώς την τελευταία. Μην κουνηθείς μέχρι να περάσει και η τελευταία σ' όλο το μήκος της ραχοκοκαλιάς σου.»
Ίδια αίσθηση όπως όταν χαϊδεύαμε ο ένας την πλάτη του άλλου, πάνω στην άμμο. Με το αλάτι της θάλασσας να έχει στεγνώσει πάνω μας. 
«Βούτα το κεφάλι σου ανάσκελα στη θάλασσα. Κράτα τα μάτια ανοιχτά και δες τα σύννεφα μέσα απ' το νερό.»

Ύστερα ήρθαν οι πανελλήνιες, πέρασα στο πανεπιστήμιο, άλλαξαν οι ρυθμοί, τα πρόσωπα στη ζωή μου, οι νεανικές ορέξεις και προτεραιότητες, και έκανα πια διακοπές με τις φοιτητικές μου παρέες. Ρωτούσα για τον Διονύση και έμαθα πως, καθώς δεν πέρασε σε κάποια σχολή, δούλευε στον φούρνο του παππού του χειμώνες και καλοκαίρια. Στη Σαρακίνα πήγα ξανά αφού χάσαμε τη γιαγιά μου, στις αρχές ενός φθινοπώρου, για να μαζέψουμε κάποια πράγματά της. Ήταν τόσο διαφορετικό το τοπίο μια τέτοια εποχή και τόσο έντονη η απουσία της μέσα στις τόσες αναμνήσεις μου, που ένιωσα μια αποστροφή. Έφυγα έπειτα και στο Μπράιτον, ταξίδεψα, αγάπησα, δούλεψα, γύρισα πίσω, ταξίδεψα κι άλλο, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια. Χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια, για να βρεθώ και πάλι εκεί κοντά που έζησα τα πιο ωραία μου καλοκαίρια. Στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων έφερα την κόρη μου να δει για πρώτη φορά τη Μήδεια. Την κάθισα στο αγαπημένο μου σημείο, κάπου στη μέση του κοίλου. Διαγωνίως μπροστά μας, ένας κύριος με τον γιο του, γνώριμη φυσιογνωμία.
«Ο Διονύσης!»
Αλλαγμένος φυσικά από τον χρόνο, γκρίζα μαλλιά, λίγα παραπάνω κιλά, αλλά τα ίδια πάντα μάτια, στο ίδιο χρώμα με τις φρέσκες πευκοβελόνες. Αλλαγμένη κι εγώ, βαμμένη ξανθιά από χρόνια, έχοντας κόψει και ένα κομμάτι από το στήθος μου, επαναλαμβάνω καμιά φορά μόνη μου το κόλπο με τις μπουρμπουλήθρες όταν κολυμπάω. 

Η κόρη μου ενθουσιάστηκε μ' εκείνη τη Μήδεια. Κι εγώ πήρα μαζί μου τους τελευταίους στίχους:

Με ανέλπιστα και φοβερά πράγματα οι Θεοί υφαίνουν τη ζωή μας.
Αυτά που ήταν για να γίνουν, δεν έγιναν ποτέ.

Κι αυτά που γίνονται, δεν ήταν για να γίνουν.

* Γεννήθηκε το 1980 στη Θεσσαλονίκη. 

Σπούδασε διεθνείς σχέσεις 
στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας 
και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές 
στο London School of Economics. 

Έχει εκδώσει δύο παιδικά βιβλία.

Δημοσιεύει πεζογραφία 
στο περιοδικό Εντευκτήριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: