22.8.14

«Βουνό ή θάλασσα;» ― [«και με τα μάτια της ποίησης»]. Γράφει η Βίκυ Χαρισοπούλου



της Βίκυς Χαρισοπούλου*


[και με τα μάτια της ποίησης]


«... Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό...» λέει ο ποιητής. 
Το βουνό προσφέρει βήμα θέασης υψηλό και σταθερό, είναι όμως συμπαγές, σκληρό, αμετάβλητο, ανάλγητο και ανηλεές. Ασε που εμφιλοχωρεί κινδύνους παραπλάνησης. Ανεβαίνεις λίγα μέτρα και θαρρείς πως τον άγγιξες... 

Τελικά, τη θάλασσα διαλέγω. 
Οχι «καταμεσίς» («Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας») όπως ο ποιητής.
Εκείνος ήξερε και την «άρπαζε από τη μυρωδιά». («Πρέπει να ξέρεις ν’ αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο και όλα τα πάθη του Ελληνισμού»).

Στις ακτές και στα λιμάνια της στάθηκα για να κεντήσω το υφάδι της δικής μου ζωής. Εδώ στου δρόμου τα μισά που μου 'ρθε αναπάντεχο το “ερώτημα” («Βουνό ή θάλασσα;») ― σαν τα  ανώδυνα διαδικτυακά τεστ που κάνουμε τα  άπραγα κι ανέραστα βράδια με P/C αγκαλιά ― ελλείψει ανθρώπων.  
Ε, το 'κανα το τέστ (μοναχικά ―διά της μνήμης, όπως αγαπώ από ανάγκη― για να παραμείνω εγώ ζωντανή·  τους ζωντανούς-νεκρούς φίλους κι εραστές ) και ... θάλασσα μού βγήκε. 
Αλλάζει χρώματα, κινείται, πάλλεται, θρέφει, μετα-φέρει, μετα και συν-κινεί,  συν-ενώνει ιδέες, πολιτισμούς, αισθήματα και συν- αισθήματα, αγάπες, μίση, πάθη,  ήχους, έρωτες, μουσικές, φωνές, ανθρώπους και γλάρους και γοργόνες και καράβια και... 
Θάλασσα βέβαια... γιατί ο Καββαδίας υμνεί καθως θυμάται  πως «τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα» και  απαξιώνει τις στεριές και τους ανθρώπους τους με το «θυμίζεις κάμαρες κλειστές/στεριά μυρίζεις» ...


Θάλασσα γιατί η προσωπική και η ερωτική μου μυθολογία ―αν και γυναίκα και στεριανή και “καμπίσιας” προέλευσης― “χτίστηκε” πανω σε κείμενα θαλασσινής λογοτεχνίας και το  “Cafard” το 'ξερα, το 'νιωθα προτού μάθω λίγα γαλλικά και το “Mal du depard” πρωτοεμφανίστηκε ως παιδική ασθένεια ―μήνες πριν την ανεμοβλογιά―  κι αφησε κι αυτό τα δικά του τα σημάδια.

Θαλασσα γιατί ... την πιό ποιητική “πεζή” ―την Κινεζούλα Λί του Καββαδία― τη συνάντησα στο εσωτερικό περβάζι κείνου του χειροποίητου σπιτιού της Μάρως στη χώρα της Κίμωλος,
αλλά και η έμμετρη Σμαρώ απ' την Καλαμαριά (αυτή τη γνώρισα απ' τον Μικρούτσικο προτού ξαπλώσω κάτω από τα φώτα κόκκινα της Σαλονίκης ) στον εφηβικό στεριανό μικρόκοσμό μου μεγάλωσε, δίνοντάς του ερωτικές διαστάσεις απεραντοσύνης, όχι μόνο του χώρου αλλά και του νου και εννοιών  όπως η αιωνιότητα, ο έρωτας, ο χρόνος , η αντίσταση, η αναζήτηση.

Σαν το μυστικό της λογοτεχνίας που πίστευα ότι κρυβόταν  στη νήσο Σαχαλίνη – ώρες θάλασσας μετά το έσχατο Βλαδιβοστόκ. Εκεί  που κατέφυγε για να το βρεί ο γιατρός από το Ταγκαρόγκ ― κι ύστερα έγραψε τον Γλάρο του κι εγώ διάλεξα τη Μάσα που φοράει πάντα μαύρα και...

Όλα τα φέρνει η θάλασσα... κι αντί για τον Φερνάντο Πο του Κόλια, βρέθηκα το καλοκαίρι του 1999 σε κείνη την παραλία που τη λέγαν Τζιμπαράν (να 'σαι καλά, ρε συ Άννα, με τη ζωντάνια του δικού σου “Mal du depart” που μ' έπεισες) στα νότια της Ινδονησίας ― τρεις μέρες πριν την αυγουστιάτικη πανσέληνο της 27ης (αυτήν την είδα στις οχθες του ποταμού της Σιγκαπούρης και μπέρδεψα το παν-της σελήνης με το “άπαν” μιας πολυεθνικής πετρελαίου με σήμα μια αχιβάδα στην κορφή ενός ουρανοξύστη...). Σε κείνο το ξωτικό Τζιμπαράν λοιπόν ―προτού μπερδέψω την πανσέληνο με το σήμα της πολυεθνικής― είδα κι έμαθα πως ... φτάνει να αλλάξεις ημισφαίριο και οπτική... Τότε τα πράγματα μπορεί να 'ναι κι ανάποδα απ΄ ό,τι πίστευες... Και το φεγγάρι να μην είναι “ψηλά στον ουρανό” αλλα χαμηλά στη θάλασσα, σαν ήλιος ανατέλλων ― να μην είναι κυρτό αλλά κοίλ . Ολα θέμα οπτικής...  

Νωρίτερα, χρόνια πριν,  είχα γεμίσει  ψυχή και νου και μάτια και τις αισθήσεις όλες με Παναγιές Θαλασσινές και Εκατονταπυλιανές και Χρυσοπηγές και των Κάστρων και Μυρτιδιώτισσες και Καταφυγές και  Ελεούσες, και...― όλες θαλασσινές·  είχα γεμίσει ψυχή και νού και μάτια με φεγγαρόστρατες στις πλώρες αυγουστιάτικων μεταμεσονύκτιων επιστροφών στον Πειραιά και τους μάγκες του απο της «Κίμωλος τ' αστραφτερά νερά»  και τους σιφνέικους γιαλούς και της Αμοργού τη Χώρα με τους μεσημεριανούς μεταφυσικούς ήχους που γεννούν με τους ψιθύρους τα φύλλα της  ευκάλυπτου στη Λόζα... Είχα γεμίσει νου και μάτια και αισθήσεις με τους σαργούς  στο τηγάνι της κυρα-Μαρίας στην Ελούντα, τη Φιλαρέτη με κίτρινο μαγιώ να καθαρίζει (οχι τα φρέσκα φασολάκια στην αυλόπορτα του ποιητή) αλλά τους αχινούς στα τσιμεντένια σκαλάκια του σπιτιού στη χώρα... την κακαβιά στο λιμανάκι κάτω απ' το Κάστρο της Σίφνου (εκεί που ο Νικόλας έβαλε όπισθεν, παρά τις “απειλές” για “πρώτη” προς την Ανατολή κι εκείνη θύμωσε και έδυσε νωρίς) τα σιφναίικα καλοκαίρια...


«Μέγα της θάλασσας το κράτος»...
Μια μέρα με θάλασσες, με κύματα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου... 
Κι ας λένε οι ποιητές πως «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας», πως «τσακίστηκαν στο ρο της φρονιμάδας όλα τα ρο του έρωτα»... 

Μια μέρα με θάλασσες θα γράψω την ιστορία των δικών μου χρόνων. 
Αλλα τώρα... πού να χωρέσουν τόσες θάλασσες σε 1.000 λεξεις; (853 σού 'γραψα, για να είμαι “εντός γραμμής”). 


* Γεννήθηκε το 1962 στη Λάρισα, από πατέρα Αρκά και μάνα απ' τα ορεινά της Θεσσαλίας. 
Ηθελε να γίνει ηθοποιός για να παίζει τη Μάσα στον Γλάρο του Τσέχωφ αλλά εργάστηκε  ως δημοσιογράφος απο το 1984 (στον ΔΟΛ), το ραδιόφωνο του  “Παρατηρητή” , και τον 9.58 της ΕΡΤ και το Αθηναικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Το 2001 κυκλοφόρησε (απ' τον 9.58 και τον “Εξάντα” ) το βιβλίο με τίτλο  Της μεταπολίτευσης χαμένη γενιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: