19.8.14

Βουνό ή θάλασσα; ― «Και βουνό και θάλασσα». Γράφει ο Άρις Γεωργίου


Ο Άρις στην Περαία, 1953


του Άρι Γεωργίου


Και βουνό και θάλασσα

Χθες κλείσαν τα σχολεία. Που, ειρήσθω εν παρόδω, μισώ στο σύνολό τους. Ένα συμπαγές μπλοκ τρίμηνων διακοπών εκτείνεται μπροστά μου από σήμερα μέχρι την παραμονή της αποφράδας ημέρας του "αγιασμού" στις 21 Σεπτεμβρίου.
Ένα  ετοιμόρροπο φορτηγό με κουκούλα, τύπου Dodge του ’46, είναι άνετα παρκαρισμένο κάτω από το σπίτι, ακριβώς μπρος στην πόρτα τού 135. Δυο χαμάληδες ανεβαίνουν τα πέντε πατώματα, ξεμοντάρουν τα βασικότερα έπιπλα, την ντουλάπα από λούπα ελιάς και το διπλό κρεββάτι της μαμάς και του μπαμπά, το δικό μου κρεβάτι και της αδελφής μου. Μαζί με τα στρώματα, το τραπέζι της κουζίνας από κόκκινη φορμάικα, το ψυγείο Frigidaire, την κουζίνα AEG, αρκετά κατσαρολικά και μερικές καρέκλες, όλα κατεβαίνουν στην πλάτη τους, σ' εκείνο το τσουβαλένιο σαμάρι που, ως εξάρτημα δουλειάς, συμπληρώνει το λουκ του ηλιοκαμένου αχθοφόρου, συνδυασμένο με την αμάνικη φανέλα χρώματος χακί, απομεινάρι της θητείας στα στρατά. Το Dodge διασχίζει παραπατώντας τα χαντάκια της αδιάστρωτης προέκτασης Τσιμισκή και, από Διαγώνιο και μετά, επί ασφάλτου πλέον, αναπροσανατολίζεται προς το βουνό. Το Αρσακλί.
Λεωφόρος Στρατού και Χαριλάου πρώτα, χωματόδρομος της Πλαστήρα, ακολουθεί η Καπουτζήδα με την ξυποληταρία των τοπικών χαμινιών, ξανά πρώτη, δευτέρα, τρίτη, η ανάβαση συνεχίζεται, μεσολαβούν κάποια τμήματα ασφάλτου, στη στροφή της «Έρσης» κατεβάζει πάλι δευτέρα και, αγκομαχώντας, εισβάλλει το Dodge στο Αρσακλί, κόβει δεξιά στο κεντρικό σταυροδρόμι και, μπαίνοντας ξανά σε χωματόδρομο, ξεφυσάει αράζοντας στην κεντρική πλατεία. Έχουμε ανεβεί κάπως πιο άνετα με το Όπελ του μπαμπά και τους περιμένουμε για το ξεφόρτωμα. Εδώ θα παραθερίσουμε.
Το πρώτο καλοκαίρι νοικιάζουμε στου Σάββα, ακριβώς δίπλα στην πλατεία, που έχει και δυο αγελάδες που το βράδυ επέστρεφουν μόνες τους απ' τη βοσκή στο βουνό. Η "μετακόμιση" ολοκληρώνεται. Εμείς ξεχυνόμαστε στην αυλή και στους γύρω χωματόδρομους. Ποδήλατα. Από ένα παιδικό γερμανικό ο καθένας, με χοντρά λάστιχα και κόντρα για πίσω φρένο. Ορθοπεταλιές, ντεραπάζ κοντρολέ με την κόντρα, γλίστρες στις πευκοβελόνες, η αδερφή μου αγριοκάτσικο με το τσουλούφι στη μούρη, αγώνες με την τσακαλοπαρέα πίσω από τον καταβρεχτήρα, πτώσεις ενίοτε, χαρακωμένα γόνατα και αστράγαλοι, κλάματα, σουλφαμιδόσκονη και τσιρότα. Αλλάξαμε τη δεύτερη χρονιά, ίσως να έπαιξε και κάποιο ρόλο που ένα φωνακλάδικο παραθεριστόπαιδο που έμενε στο ίδιο σπίτι κατούρησε σε μια χαρτοσακκούλα και μου τη σαβούρντιξε στη μούρη και γύρισα κλαίγοντας στη μαμά μου, κι ο μπαμπάς με τσιγκλούσε να του τραβήξω κι εγώ καμιά ξεγυρισμένη, αλλά εγώ δεν είχα την απαιτούμενη επιθετικότητα ― ολίγον βουτυρόπαιδο γαρ. Πήγαμε λοιπόν στο διπλανό, στον όροφο και πάλι, στου κυρίου Λάμπρου, προέδρου τότε της κοινότητας, και της κυρίας Ουρανίας, το μεγάλο σπίτι του χωριού, με τον μεγάλο κήπο, εκείνοι στο ισόγειο. Όπου, στον κήπο, κάτω από τα πεύκα, φτιάξαμε με πέτρες μια μεγάλη περίφραξη και εγκαταστήσαμε χελώνες. Πηγαίναμε εκδρομή με τα πόδια στο βουνό, εκεί όπου τότε υπήρχε μόνο το εστιατόριο «Τα Αστέρια», εκεί όπου ανέβαιναν από το χάραμα μόνες τους οι αγελάδες για βοσκή και, εφ’ ενός ζυγού, γυρνούσαν στα τυφλά σχεδόν η κάθε μια στο σπίτι της σπέρνοντας σβουνιές σε όλη τη διαδρομή, που προσέχαμε να μην τις πατήσουμε στις τρεχάλες μας. Και κάθε φορά βρίσκαμε χελώνες μέσα στο δάσος, στα πεύκα και στα πουρνάρια, και τις πιάναμε από μία σε κάθε χέρι, με προσοχή, μη μας κατουρήσουν απ' τον φόβο τους, και τις βάζαμε μέσα στον δικό τους κήπο· φτάσαμε κάποια στγμή να έχουμε μέχρι δεκαεφτά χελώνες, και τις ταΐζαμε μαρούλια και φλούδια από φρούτα. Η μεγάλη μας χαρά ήταν όταν μερικά βράδια πηγαίναμε για σουτζουκάκια και τηγανητές πατάτες στο ―εμβληματικό για την εποχή― εστιατόριο του Ιορδάνη, με τη χαλικοστρωμένη αυλή, που γειτόνευε άμεσα με το σπίτι της κυρίας Ουρανίας με τον ψαρομάλλικο κότσο, το έντονο ποντιακό αξάν και τα διάφορα «αούτον» και «κορτσόπον» και «σκυλόπον».

Βουνό. Αρσακλί, 1960, στον κήπο της κυρίας Ουρανίας.
Πρώτο πλάνο η αδελφή μου, η αφεντιά μου πιο πίσω.


Ο μπαμπάς μάς πήγαινε όμως και στη θάλασσα. Τις Κυριακές συνήθως. Στη διάρκεια της εβδομάδας εκείνος δούλευε, ερχόταν από την πόλη μόνο το βράδυ, στην παραθέριση ήμασταν μόνο τα γυναικόπαιδα. Μας έπαιρνε με το Opel τα πρώτα χρόνια, μετά με το Floride, και πηγαίναμε στη Περαία πιο πολύ και λίγο στην Αγία Τριάδα. Τον Μπαξέ τον είχαμε σχεδόν ξεχάσει, εκεί είχαμε παραθερίσει στης κυρα-Ξανθίππης όσο ήμουν βρέφος ή και λίγο παραπάνω, χωριό αγρίως, όπως εξάλλου και όλα αυτά τα μέρη, πρόσφυγες και στην Περαία και στους Νέους Επιβάτες και στη Νέα Μηχανιώνα, είχαμε και λίγο σόι στην Περαία, κάτι όμορφους και ψηλούς γαλανομάτηδες Σμυρνιούς, τον θείο Γιώργο, τον θείο Αλέκο, που μας έδιναν από εκείνο το χωριάτικο ψωμί που το έκοβες κρατώντας το αγκαλιά σαν μωρό, τους Κατσαλήδες επίσης, κι αυτοί ψηλοί και ωραίοι, χαθήκαμε, θα 'πρεπε να τους αναζητήσω. Πηγαίναμε βέβαια και στα «Κιόσκια», ανάμεσα Περαία και Μπαξέ Τσιφλίκ, είχανε κάτι το πιο μοντέρνο και εξαντρίκ, δεν ξέρω να το πρσδιορίσω καλύτερα, ίσως ήτανε το στυλ των στεγάστρων, κάποια υποτυπώδης φροντίδα, ένα σκαλοπάτι καλύτερα από της Περαίας. Όπου καταφθάναμε με τα σωσίβια και έπεφτε πολύ "κουβαδάκι" και "φτυαράκι", και παρά θίνα οικοδομικές εργασίες, με κάστρα και τείχη και πολέμους και επιθέσεις και καταστροφές. Και ο μπαμπάς έπαιρνε και ένα κανώ από εκείνα τα ξύλινα τα άσπρα και μας πήγαινε λίγο πιο βαθιά, αλλά φοβόμασταν τα σκούρα νερά και προτιμούσαμε να παίζουμε με την μπάλα στα ρηχά μέχρι να μας φωνάξουν έξω οι μαμάδες, «φτάνει πια, παπούδιασες». Λιώμα γυρνούσαμε το βράδυ στο Αρσακλί, κοιμόμασταν κιόλας μέσα στο αυτοκίνητο υπό τη γονική απειλή για πλύσιμο μόλις φτάσουμε και μέσα στο σύννεφο καπνού από το Άρωμα άφιλτρο του μπαμπά και από τα Salem Menthol της μαμάς, που ευτυχώς αυτούς του καλοκαιρινούς μήνες διέλυε ο αέρας από τα ανοιχτά παράθυρα.
Καπνός όμως ήταν επίσης το ατμοσφαιρικό περιβάλλον που μας συνόδευε και σε ένα διαφορετικού τύπου ταξίδι προς τα μπάνια του λαού. Από ένα κεντρικό σημείο, κάπου στην Παναγούδα, ή ακόμη και από το σπίτι του καθενός, ερχόταν και μας έπαιρνε ο κυρ-Αποστόλης, ο ταξιτζής, με τη δίχρωμη Chevrolet Belair του ’54. Όχημα ογκώδες, τριάμισι λίτρων και σεβαστού ρόγχου μηχανής, με σοβαρό βαρύτονο αμερικάνικο κλάξον, με τρεις ταχύτητες στο τιμόνι και μονοκόμματες ενιαίες θέσεις μπρος και πίσω, κατόρθωνε να στεγάσει επίσης σεβαστό αριθμό ψυχών σε αναζήτηση απόδρασης από την καλοκαιρινή σκόνη της πόλης. Τρεις μαμάδες μετράω, δύο κιόλας πλην της δικής μου και, ανάμεσά τους, ατάκτως ερριμμένα, χαμογελαστά ή γκρινιάρικα, όσα σχετικά μικροσκοπικά ακόμη τέκνα τους υπήρχαν ήδη, με τα εργαλεία και τα συμπράγκαλα της αμμουδιάς άνετα στοιβαγμένα στο αχανές πορτ-μπαγκαζ του, υπερατλαντικής προέλευσης, οχήματος. Η διαδρομή αποτελούσε κι αυτή μέρος της χαράς της εκδρομής, μετρούσε φυσικά και η παρέα αλλά και η αίσθηση του αμερικάνικου ταξί, όπως και η ευπροσήγορη σύμπραξη του ―επίσης καπνιστή― κυρ-Αποστόλη με το μουστάκι.
Ο προορισμός "θάλασσα" πάντως εξυπηρετήθηκε και από ένα άλλο μέσο. Η γιαγιά πιο πολύ και λιγότερο η μαμά, αναρωτιέμαι για ποιον λόγο, ήταν εκείνη που μας κουμαντάριζε διά θαλάσσης προς τη "θάλασσα". Η «Ιουλία» και η «Ευδοκία» με τη σχήματος οθωμανικού τόξου πρύμνη, η «Μακεδονία» επίσης και η μεγάλη και πιο σύγχρονη «Θεσσαλονίκη» ήταν τα "μοτοράκια", όπως έλεγε τα βαποράκια ο παππούς μου, που μας απίθωναν σε τρεις διαδοχικές στάσεις σε Περαία, Μπαξέ και Αγια-Τριάδα· προτιμούσαμε βεβαίως την πρώτη για να φτάσουμε πιο γρήγορα για μπάνιο. Η διά της γιαγιάς εξόρμηση κατά τα λοιπά είχε και τα δικά της πλεονεκτήματα. Τις αυξημένες ανοχές της σε ενδεχόμενες παρασπονδίες μας, το καλαμπόκι στα κάρβουνα του πλανόδιου και, τέλος, το ξυλάκι παγωτό από τον επί τρικύκλου ψυγειοποδηλάτου επωχούμενο παγωτατζή της ΕΒΓΑ.


* Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1951 και σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μονπελλιέ. 
Άσκησε το επάγγελμα στη Θεσσαλονίκη όπου κυρίως εξέθεσε φωτογραφία, ζωγραφική σε πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων. 
Υπήρξε εμπνευστής και επί δεκαπενταετία διοργανωτής της Φωτογραφικής Συγκυρίας καθώς και ο πρώτος διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. 
Το έργο του έχει εκδοθεί σε σημαντικό αριθμό βιλίων και λευκωμάτων. 
Είναι επίσης ιδρυτής και υπεύθυνος της Camera Obscura, του 16σέλιδου ένθετου φωτογραφίας του περιοδικού «Εντευκτήριο». 
Αγαπάει τον Γιώργο Κορδομενίδη σαν μικρό του αδελφό, πολύ περισσότερο από ό,τι τον Σάκη Σερέφα, που τον αγαπάει σαν θείο του.




[τα εν οίκω: Με τον Α.Γ. γνωριστήκαμε το 1978, όταν παρουσίασε την πρώτη έκθεση φωτογραφιών του στη ΧΑΝΘ και του πήρα μια μικρή συνέντευξη. Οι... συγκρατημένοι άνθρωποι που είμαστε και οι δύο (αμφότεροι, θα έγραφε εκείνος) δεν γίναμε φίλοι "με την πρώτη ματιά" αλλά με τον καιρό. Από το 1988 (δεύτερο χρόνο έκδοσης του Εντευκτηρίου) επιμελείται εν λευκώ την Camera Obscura· όταν πριν από λίγα χρόνια απέφυγε να περιλάβει μια σειρά δικών μου φωτογραφικών αριστουργημάτων, με ανάγκασε να δημοσιεύσω μερικά από αυτά στο "σώμα" του περιοδικού, υπό τον καταγγελτικό υπότιτλο «Φωτογραφίες που ίσως δεν εγκρίνει ο κ. Άρις Γεωργίου». (Τι ίσως δηλαδή, πιο καραμπινάτη απόρριψη της ―και― φωτογραφικής μου ιδιοφυίας δεν θα μπορούσε να υπάρξει.) Τα τελευταία χρόνια επιμελείται με ενθουσιασμό, υπομονή και αφιλοκέρδεια, τα εξώφυλλα του περιοδικού και των Εκδόσεων Εντευκτηρίου, τα cd, τις αφισέτες των εκδηλώσεων κτλ. Η αναφορά στον Σάκη Σερέφα, αδελφικό μου φίλο από τα τέλη της δεκαετίας του '70, γίνεται επειδή συχνά τού ... παραπονιέμαι ότι αγαπάει τον Σερέφα περισσότερο από μένα! Γιατί εκτός από... συγκρατημένος, είμαι επίσης ζηλόφθονος και ανταγωνιστικός! ― Γιώργος Κορδομενίδης]

Δεν υπάρχουν σχόλια: