8.4.14

Φίλιπ Ροθ: Η ζωή μου ως συγγραφέας (συνέντευξη)

πηγή: http://dimartblog.com


—Ο συγγραφέας δεν είναι ένα μικρό γρανάζι στη μεγάλη μηχανή της ανθρώπινης σκέψης. Είναι ένα μικρό γρανάζι στη μεγάλη μηχανή της μυθοπλαστικής λογοτεχνίας.—
Πριν από μερικές βδομάδες, ο Φίλιπ Ροθ έδωσε μια συνέντευξη στον Daniel Sandstrom για τη σουηδική εφημερίδα Svenska Dagbladet, την οποία δημοσίευσαν, στην πρωτότυπη μορφή της, οι New York Times. To dim/art, τιμώντας τον μεγάλο συγγραφέα που στις 19 Μαρτίου έκλεισε τα 81 του χρόνια, παραθέτει εδώ, μεταφρασμένη από τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, τη συνέντευξή του – που κάλλιστα μπορεί να αναγνωστεί και ως ένα συναρπαστικό δοκίμιο περί γραφής.

Η ζωή μου ως συγγραφέα

Το Θέατρο του Σάμπαθ μεταφράζεται αυτό τον καιρό στα σουηδικά, είκοσι σχεδόν χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε. Πώς θα περιγράφατε το βιβλίο αυτό στους αναγνώστες που ακόμα δεν το έχουν διαβάσει ή δεν το έχουν ακουστά, και πώς θα περιγράφατε επίσης τον κεντρικό ήρωα, τον αλησμόνητο Μίκι Σάμπαθ;
Το «μότο» στο Θέατρο του Σάμπαθ προέρχεται από μια φράση του γηραιού Πρόσπερου από την πέμπτη πράξη της Τρικυμίας. «Κάθε τρίτη σκέψη μου», λέει ο Πρόσπερος, «θα ’ναι το μνήμα μου».
Θα μπορούσα να είχα τιτλοφορήσει το βιβλίο Ο θάνατος και η τέχνη του θανάτου. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου οργιάζει η κατάρρευση, οργιάζει η αυτοκτονία, οργιάζει ο πόθος. Όπου οργιάζει η ανυπακοή. Όπου οργιάζει ο θάνατος.
Ο Μίκι Σάμπαθ δεν ζει έχοντας την πλάτη γυρισμένη στο θάνατο όπως οι συνηθισμένοι άνθρωποι σαν εμάς. Κανείς δεν θα μπορούσε συμφωνήσει πιο ολόψυχα από τον Σάμπαθ με τη διαπίστωση του Φραντς Κάφκα όταν έγραφε ότι «Το νόημα της ζωής είναι ότι λήγει».
Ο θάνατος στοιχειώνει το βιβλίο του – βλέπουμε το τρομερό πένθος του Σάμπαθ για το θάνατο άλλων ανθρώπων και μια τρομερή ευφροσύνη για τον δικό του. Βλέπουμε εκρήξεις χαράς, βλέπουμε επίσης και εκρήξεις απελπισίας. Ο Σάμπαθ μαθαίνει να δυσπιστεί απέναντι στη ζωή όταν ο πολυαγαπημένος του μεγάλος αδελφός σκοτώνεται στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο θάνατος του Μόρτι είναι αυτός που έχει καθορίσει πώς θα ζήσει ο Σάμπαθ. Ο θάνατος του Μόρτι γίνεται ο χρυσός κανόνας του πένθους. Τον κόσμο του Σάμπαθ τον κυβερνά η απώλεια.
Ο Σάμπαθ είναι ένας άνθρωπος κάθε άλλο παρά τέλειος προς τα έξω. Βιώνει, θα λέγαμε, εκείνη την αναστάτωση των ενστίκτων που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που κρύβεται κάτω από τον άνθρωπο. Ο αποκρουστικός τρόπος ζωής του –πρόκειται για μια ζωντανή μπαταρία ανταγωνισμού, έναν άνθρωπο ανίκανο και απρόθυμο να κρύψει οτιδήποτε, που λόγω της οργισμένης, σατιρικής του φύσης, περιγελά τα πάντα, ζει πέρα από τα όρια της διακριτικότητας και του καλού γούστου και βλασφημεί καθετί το αξιοπρεπές– αυτός ο αποκρουστικός τρόπος ζωής, λοιπόν, αποτελεί την κατεξοχήν σαμπαθική του απάντηση σε έναν κόσμο όπου καμία υπόσχεση δεν τηρείται και όλα είναι θνητά. Ο αποκρουστικός τρόπος ζωής του, μιας ζωής διαρκούς διένεξης, είναι και η καλύτερη προετοιμασία που μπορεί να σκεφτεί για το θάνατο. Μέσα στην κατεργαριά του βρίσκει την αλήθεια του.
Τέλος, αυτός ο Σάμπαθ είναι πλακατζής σαν τον Άμλετ, ο οποίος κλείνει το μάτι στο λογοτεχνικό είδος της τραγωδίας κάνοντας καλαμπούρια, όπως κι ο Σάμπαθ κλείνει το μάτι στο λογοτεχνικό είδος της κωμωδίας σχεδιάζοντας την αυτοκτονία του. Υπάρχει απώλεια, θάνατος (και διαρκής και πραγματικός), πένθος – και γέλιο, αχαλίνωτο γέλιο. Έχοντας το θάνατο ως διώκτη, ο Σάμπαθ έχει το γέλιο ως ακόλουθό του.

Γνωρίζουμε πως πρόσφατα ξαναδιαβάσατε όλα σας τα βιβλία. Ποια είναι η ετυμηγορία σας; Και ποια η γνώμη σας για το Θέατρο του Σάμπαθ τώρα που το διαβάσατε και πάλι;
Όταν αποφάσισα να σταματήσω το γράψιμο, πριν από πέντε χρόνια, κάθισα όντως, όπως λέτε, και ξαναδιάβασα τα 31 βιβλία που έχω δημοσιεύσει από το 1959 έως το 2010. Ήθελα να δω αν τελικά όλο αυτό ήταν χάσιμο χρόνου. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, ξέρετε.
Το συμπέρασμά μου, αφού τελείωσα, απηχεί τα λόγια που είπε ένας Αμερικανός πυγμάχος, ίνδαλμά μου, ο Τζο Λούις. Ήταν πρωταθλητής βαρέων βαρών από τότε που εγώ ήμουν τεσσάρων και μέχρι τα δεκάξι μου. Είχε γεννηθεί στα βάθη του Νότου, ένα πάμφτωχο μαύρο παιδί χωρίς καμία ουσιαστικά εκπαίδευση, που ακόμα και την εποχή της δόξας του με το σερί των 12 χρόνων χωρίς ήττα, οπότε υπερασπίστηκε τον τίτλο του 26 φορές, δεν είχε και πολύ καλή σχέση με τη γλώσσα. Έτσι, όταν αποσύρθηκε και τον ρώτησαν για τη μακρά του καριέρα, ο Τζο συνόψισε πολύ γλυκά τα πάντα μέσα σε 6 λέξεις: «Έκανα ό,τι μπόρεσα με όσα είχα».

Σε ορισμένους κύκλους αποτελεί σχεδόν κλισέ η αναφορά της λέξης «μισογυνισμός» σε σχέση με τα βιβλία σας. Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας γέννησε εξ αρχής αυτή την αντίδραση και τι απαντάτε σε όσους ακόμα προσπαθούν να κολλήσουν αυτή την ταμπέλα στο έργο σας;
Ο μισογυνισμός, το μίσος για τις γυναίκες, δεν προσφέρει στο έργο μου ούτε δομή ούτε νόημα ούτε κίνητρο ούτε μήνυμα ούτε πεποίθηση ούτε προοπτική ούτε βάση καθοδήγησης. Πρόκειται για το αντίθετο, ας πούμε, του πώς μια άλλη αποτρόπαιη μορφή ψυχοπαθητικής φρίκης –αντίστοιχη του μισογυνισμού ως προς τη σαρωτική, διαπεραστική μοχθηρία του– ο αντισημιτισμός, το μίσος για τους Εβραίους, παρέχει όλα αυτά τα ουσιώδη στοιχεία στο Ο Αγών Μου. Όσοι με ψέγουν, προβάλλουν την υποτιθέμενη κακοήθειά μου λες και επί μισό αιώνα το μόνο που κάνω είναι να σκορπίζω δηλητήριο εναντίον των γυναικών. Αλλά μόνο ένας τρελός θα έμπαινε στον κόπο να γράψει 31 βιβλία προκειμένου να επιβεβαιώσει το μίσος του.
Η μάλλον κωμική μου μοίρα είναι πως είμαι ο συγγραφέας που οι ψέκτες μου έχουν αποφασίσει πως δεν είμαι. Ασκούν μια μάλλον κοινότοπη μορφή κοινωνικού ελέγχου: Δεν είσαι αυτό που θεωρείς ότι είσαι. Είσαι αυτό πουεμείς θεωρούμε ότι είσαι. Είσαι αυτό που εμείς επιλέγουμε για λογαριασμό σου. Ε, καλωσήλθατε στον υποκειμενισμό του ανθρώπινου είδους. Το να φορτώνεται μια περί πραγματικότητας άποψη πάνω στην περί πραγματικότητας άποψη του συγγραφέα μόνο εσφαλμένα μπορεί να ονομαστεί «ανάγνωση». Και στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι καν κάτι άκακο και διασκεδαστικό. Σε μερικούς κύκλους, το «μισογύνης» είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πλέον τόσο χαλαρά όσο και το «κομουνιστής» από τη μακαρθική δεξιά τη δεκαετία του ’50 – και εν πολλοίς για τον ίδιο σκοπό.
Κι ωστόσο κάθε συγγραφέας μαθαίνει με τον καιρό να δείχνει ανεκτικότητα απέναντι στα βλακώδη συμπεράσματα που αντλούνται από τα λογοτεχνικά έργα, και στις φαντασιώσεις που εντελώς παράλογα και με το ζόρι αποδίδονται σ’ αυτά. Όσο για το τι είδους συγγραφέας είμαι… Είμαι αυτός που δεν προσποιούμαι πως είμαι.

Συχνά οι άνδρες στα βιβλία σας παρερμηνεύονται. Ορισμένοι κριτικοί ξεκινούν από την, κατά τη γνώμη μου, παραπειστική παραδοχή ότι οι ανδρικοί χαρακτήρες σας είναι κάτι σαν ήρωες ή παραδείγματα προς μίμηση· κοιτώντας τους ανδρικούς χαρακτήρες των βιβλίων σας, ποια βλέπετε να είναι τα κοινά τους χαρακτηριστικά – ποια είναι η κατάστασή τους;
Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, ποτέ δεν εστίασα στην ανδρική δύναμη, στην ακμή και το θρίαμβό της, αλλά μάλλον στο αντίθετο: στην ατελή ανδρική δύναμη. Δεν θα έλεγα ότι εξύμνησα ποτέ την ανωτερότητα του άνδρα αλλά ότι παρουσίασα την ανδρική υπόσταση να παραπαίει, να ασφυκτιά, να ταπεινώνεται, να καταστρέφεται, να βιώνει την πτώση. Δεν είμαι ουτοπικός ηθικιστής. Πρόθεσή μου είναι να παρουσιάζω τους άνδρες της μυθοπλασίας μου όχι όπως θα έπρεπε να είναι αλλά εν συγχύσει, όπως είναι πραγματικά.
Το δράμα εκπορεύεται από την ευάλωτη κατάσταση ανδρών γεμάτων ζωή και πείσμα, που έχουν κι εκείνοι τις ιδιορρυθμίες τους αλλά ούτε βαλτωμένοι είναι μέσα σε αδυναμίες ούτε και φτιαγμένοι από πέτρα, και που, σχεδόν αναπόφευκτα, τους νικά η θολή ηθική τους αντίληψη, η ευθύνη, πραγματική η φανταστική, για κάποιο λάθος,  η αφοσίωσή τους σε αντικρουόμενες δυνάμεις, οι επείγουσες επιθυμίες, η ανεξέλεγκτη νοσταλγία, οι μη λειτουργικοί έρωτες, τα ένοχα πάθη, η ερωτική έκσταση, ο αυτο-διχασμός, η προδοσία, οι μεγάλες απώλειες, τα κατάλοιπα αθωότητας, τα πικρόχολα ξεσπάσματα, τα παρανοϊκά μπλεξίματα, οι συνέπειες εσφαλμένων κρίσεων, η ανεπαρκής κατανόηση, ο παρατεταμένος πόνος, οι ψευδείς κατηγορίες, οι ασίγαστες δυσχέρειες, η αρρώστια, η εξάντληση, η αποξένωση, ο πνευματικός κλονισμός, το γήρας, ο θάνατος και, επανειλημμένα, το αναπόδραστο κακό, το θρασύ άγγιγμα της φρικτής έκπληξης – ανδρών ακατάβλητων που τους σαστίζει η ζωή απέναντι στην οποία είμαστε όλοι ανυπεράσπιστοι, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα και της ιστορίας: του απρόβλεπτου που διαρκώς επανέρχεται ως τρέχουσα στιγμή.
Σ’ αυτή την διαρκή κοινωνική δοκιμασία της τρέχουσας στιγμής βρίσκονται εγκλωβισμένοι πολλοί από αυτούς τους άνδρες. Δεν αρκεί, φυσικά, να μιλήσει κανείς για «οργή» ή για «προδοσία» – η οργή και η προδοσία έχουν κι αυτές, όπως όλα, την ιστορία τους. Το μυθιστόρημα χαρτογραφεί τον αγώνα αυτής της ιστορίας και, αν τα καταφέρει, διερευνά έτσι και τη συνείδηση της κοινωνίας που απεικονίζει.

«Η μάχη με τη συγγραφή έχει λήξει», είναι μια πρόσφατη δήλωσή σας. Μπορείτε να περιγράψετε αυτή τη μάχη και επίσης να μας πείτε λίγα πράγματα για τη ζωή σας τώρα που δεν γράφετε πια;
Όλοι οι άνθρωποι έχουν από μια δύσκολη δουλειά. Η πραγματική δουλειά είναι πάντα δύσκολη. Η δική μου έτυχε επίσης να είναι και ανέφικτη. Κάθε πρωί επί πενήντα χρόνια ερχόμουν αντιμέτωπος με την επόμενη σελίδα, ανυπεράσπιστος και απροετοίμαστος. Το γράψιμο για μένα ήταν ένα επίτευγμα αυτοσυντήρησης. Αν δεν το έκανα, θα πέθαινα. Οπότε, το έκανα. Το πείσμα μού έσωσε τη ζωή – το πείσμα, όχι το ταλέντο. Και επίσης η καλή μου τύχη πως η ευτυχία δεν είχε και μεγάλη σημασία για μένα και πως δεν ένιωθα και πολλή συμπόνια για τον εαυτό μου. Αν και, βέβαια, δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί έλαχε σε μένα αυτή η αποστολή. Ίσως το γράψιμο να με προφύλαξε από κάποια ακόμα χειρότερη απειλή.
Τώρα; Τώρα είμαι το πουλί που βγήκε από το κλουβί, αντί για το πουλί που αναζητά κλουβί (για να αντιστρέψω την περίφημη παραδοξολογία του Κάφκα). Η φρίκη του εγκλεισμού απώλεσε κάθε συγκίνηση. Τώρα αποτελεί πραγματικά μεγάλη ανακούφιση, στα όρια της ανυπέρβλητης εμπειρίας, να μην έχω να ανησυχώ για τίποτε άλλο πέρα από το θάνατο.

Ανήκετε σε μια εξαιρετική γενιά μεταπολεμικών συγγραφέων που καθόρισε την Αμερικανική λογοτεχνία επί σχεδόν μισό αιώνα: Μπέλοου, Στάιρον, Άπνταϊκ, Ντόκτοροου, ΝτεΛίλο. Πώς συνέβη αυτή η χρυσή εποχή και τι ήταν αυτό που την έκανε τόσο σπουδαία; Στα χρόνια που ήσασταν ενεργός, αντιλαμβανόσασταν τους συγγραφείς αυτούς ως ανταγωνιστές ή αισθανόσασταν συνάφεια μαζί τους – ή και τα δύο; Και γιατί ήταν τόσο λίγες οι γυναίκες συγγραφείς που γνώρισαν ανάλογη επιτυχία την ίδια εκείνη περίοδο; Και τέλος: ποια είναι η γνώμη σας για την κατάσταση της σύγχρονης αμερικανικής μυθιστοριογραφίας τώρα;
Συμφωνώ ότι ήταν καλή εποχή αυτή για το μυθιστόρημα στην Αμερική, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ξέρω και πού οφείλεται. Ίσως οφείλεται στην απουσία ορισμένων πραγμάτων. Στην αδιαφορία, ή ακόμα και την περιφρόνηση, των Αμερικανών μυθιστοριογράφων προς την «κριτική» θεωρία. Μια αισθητική ελευθερία αδέσμευτη από όλους εκείνους τους φοβερούς και τρομερούς -ισμούς και την έλλειψη χιούμορ που κουβαλούν. (Φαντάζεστε μια οποιαδήποτε ιδεολογία ικανή να σατιρίζει τον εαυτό της, πόσο μάλλον μια ιδεολογία που να μην θέλει να χώσει τα δόντια της στην ελεύθερη φαντασία;) Συγγραφή αμόλυντη από την πολιτική προπαγάνδα, ή ακόμα κι από την πολιτική υπευθυνότητα. Απουσία κάθε είδους συγγραφικής «σχολής». Σε έναν τόπο τόσο απέραντο, χωρίς ένα και μοναδικό γεωγραφικό κέντρο απ’ όπου να πηγάζει η συγγραφή. Ένας πληθυσμός κάθε άλλο παρά ομοιογενής, χωρίς ούτε τη στοιχειώδη εθνική ενότητα, χωρίς έναν και μοναδικό εθνικό χαρακτήρα, όπου η κοινωνική ειρήνη είναι απολύτως άγνωστη, ακόμα και η γενικευμένη αβελτηρία όσον αφορά τη λογοτεχνία, η ανικανότητα πολλών πολιτών να τη διαβάσουν και να την κατανοήσουν έστω και κατ’ ελάχιστο, όλα αυτά χαρίζουν μια ελευθερία. Και σίγουρα επίσης δεν βλάπτει καθόλου το γεγονός ότι τα εννιά δέκατα του πληθυσμού, τους συγγραφείς τούς έχουν γραμμένους στα παλιά τους τα παπούτσια. Είναι κάτι το μεθυστικό αυτό.
Πολύ λίγη ειλικρίνεια, πάρα πολύς ανταγωνισμός, πάρα πολλά αυτά που επιδιώκουν επιμελώς να προξενήσουν αηδία, γιγαντιαία υποκρισία, καμία απόσταση ασφαλείας από άγρια πάθη, η συνηθισμένη μοχθηρία που βλέπεις πατώντας απλώς το κουμπί του τηλεκοντρόλ, εκρηκτικά όπλα στα χέρια καθαρμάτων, η ζοφερή καταγραφή απερίγραπτα βίαιων γεγονότων, η ατέλειωτη λεηλασία της βιόσφαιρας χάριν του κέρδους, υπερβολική παρακολούθηση, που κάποτε θα επιστρέψει και θα μας στοιχειώσει, μεγάλη συγκέντρωση πλούτου που χρηματοδοτεί ό,τι πιο κακόβουλο και αντιδημοκρατικό υπάρχει, επιστημονικά αναλφάβητοι που εξακολουθούν να πολεμούν τη θεωρία της εξέλιξης, οικονομικές ανισότητες θηριώδους μεγέθους, χρέη κυνηγάνε τους πάντες, οικογένειες που δεν ξέρουν πόσο πιο χάλια μπορούν να γίνουν τα πράγματα, τα πάντα να ξεζουμίζονται για λεφτά –όλη αυτή η τρέλα– και (ουδόλως καινούργιο αυτό) μια κυβέρνηση που μέσω της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν βρίσκεται στο πλευρό του λαού αλλά στο πλευρό των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, η παλιά αμερικανική πλουτοκρατία, χειρότερη από ποτέ.
Τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι σε μια ήπειρο πλάτους τριών χιλιάδων μιλίων από τη μια άκρη ώς την άλλη, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για τα ανεξάντλητα προβλήματά τους. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα και καλοήθη ανάμιξη φυλών, σε κλίμακα πρωτόγνωρη από την κακοήθεια της εποχής των σκλάβων και μετά. Μπορώ να συνεχίσω επ’ άπειρον. Δύσκολο να μη νιώθεις εγγύτητα με την ύπαρξη εδώ πέρα. Δεν μιλάμε για καμιά ήσυχη γωνίτσα του κόσμου.

Θεωρείτε πως η Ευρώπη δείχνει υπερβάλλουσα ενασχόληση με την αμερικανική ποπ κουλτούρα; Και αν ναι, έχει σταθεί εμπόδιο στην πρόσληψη της σοβαρής αμερικανικής λογοτεχνίας;    
Σε κάθε κοινωνία, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια εκείνων που επιβάλλουν τη δική τους φαντασία. Στην Ευρώπη, δεν είναι πια η εκκλησία αυτή που επιβάλλει τη δική της φαντασία στους λαούς, ούτε τα ολοκληρωτικά υπερ-κράτη, όπως συνέβαινε επί 12 χρόνια στη ναζιστική Γερμανία και επί 69 χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Τώρα, η φαντασία που επικρατεί είναι η αδηφάγα και μαζί βουλιμικά καταναλούμενη ποπ κουλτούρα, σπορά, εκ πρώτης όψεως και παραδόξως, της ελευθερίας. Ειδικά οι νέοι ζουν σύμφωνα με πεποιθήσεις τις οποίες έχουν εφεύρει για λογαριασμό τους οι λιγότερο σκεπτόμενοι άνθρωποι της κοινωνίας και επιχειρήσεις που ελάχιστα κωλύονται από αγαθούς σκοπούς. Όσο ευφυώς κι αν προσπαθούν οι γονείς και οι δάσκαλοι να προστατέψουν τους νέους για να μην παρασυρθούν σ’ αυτό το βλακωδέστατο και οικουμενικά πλέον λούνα παρκ, η υπεροχή της εξουσίας δεν είναι με το μέρος τους.
Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη σοβαρή αμερικανική λογοτεχνία, έστω κι αν, όπως λέτε, «αυτή η ενασχόληση έχει [ή μπορεί να έχει] σταθεί εμπόδιο στην πρόσληψη της σοβαρής αμερικανικής λογοτεχνίας» στην Ευρώπη. Ξέρετε, στην Ανατολική Ευρώπη, οι αμφισβητίες συγγραφείς έλεγαν ότι ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός», η κυρίαρχη σοβιετική αισθητική, συνίστατο στο να υμνείται το Κόμμα έτσι ώστε να το αντιλαμβάνονται ακόμα κι αυτοί. Τέτοια αισθητική με την οποία να πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι σοβαροί συγγραφείς στην Αμερική δεν υπάρχει, και σίγουρα δεν είναι αυτή και η αισθητική της ποπ κουλτούρας.
Τι σχέση έχει η αισθητική της ποπ κουλτούρας με τους τρομερούς και τρομερά ποικίλους μεταπολεμικούς συγγραφείς όπως ο Σόλ Μπέλου, ο Ραλφ Έλισον, ο Ουίλιαμ Στάιρον, ο Ντον ΝτεΛίλο, ο Ε.Λ. Ντόκτοροου, ο Τζέιμς Μπόλντουιν, ο Ουάλας Στένγκερ, ο Τόμας Πίντσον, ο Ρόμπερτ Πεν Ουόρεν, ο Τζον Άπνταϊκ, ο Τζον Τσίβερ, ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ, ο Ρόμπερτ Στόουν, ο Έβαν Κόνελ, ο Λούις Όκινκλος, ο Ουόκερ Πέρσι, ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο Ράσελ Μπανκς, ο Ουίλιαμ Κένεντι, ο Τζον Μπαρτ, ο Λούις Μπέγκλεϊ, ο Ουίλιαμ Γκάντις, ο Νόρμαν Ρας, ο Τζον Έντγκαρ Ουάιντμαν, ο Ντέιβιντ Πλαντ, ο Ρίτσαρντ Φορντ, ο Ουίλιαμ Γκας, ο Τζίζεφ Χέλερ, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, ο Έντμουντ Γουάιτ, ο Όσκαρ Ιχουέλος, ο Πίτερ Μάθισεν, ο Πολ Θερού, ο Τζον Ίρβιν, ο Νόρμαν Μέιλερ, ο Ρέινολντς Πράις, ο Τζέιμς Σάλτερ, ο Ντένις Τζόνσον, ο Τζ.Φ. Πάουερς, ο Πολ Όστερ, ο Ουίλιαμ Βόλμαν, ο Ρίτσαρντ Στερν, η Άλισον Λιούρι, η Φλάνερι Ο’Κόνορ, η Πόλα Φοξ, η Μέριλιν Ρόμπινσον, η Τζόις Κάρολ Όουτς, η Τζόαν Ντίντιον, η Χορτενς Κάλισερ, η Τζέιν Σμάιλι, η Αν Τάιλερ, η Τζαμέικα Κινκέιντ, η Σίνθια Όζικ, η Αν Μπίτι, η Γκρέις Πάλι, η Λόρι Μουρ, η Μαίρη Γκόρντον, η Λουίζ Έρντριτς, η Τόνι Μόρισον, η Γιουντόρα Ουέλτι (και δεν έχω σε καμία περίπτωση εξαντλήσει τον κατάλογο), ή με σοβαρούς νεότερους συγγραφείς, τόσο υπέροχα χαρισματικούς όσο ο Μάικλ Σαμπόν, η Τζούνο Ντίας, η Νικόλ Κράους, η Μάιλι Μαλόι, ο Τζόναθαν Λέθεμ, ο Νέιθαν Ίνγκλαντερ, η Κλαιρ Μεσούντ, ο Τζέφρι Ευγενίδης, ο Τζόναθαν Φράντζεν, ο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ (για να αναφέρω μόνο μερικούς);

Στο βιβλίο της Κλόντια Ροθ Πίερποντ Ροθ Λυόμενος (RothUnbound) υπάρχει ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο σχετικά με τη μυστική συνεργασία σας με διωκόμενους συγγραφείς στην Τσεχοσλοβακία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αν ένας νέος συγγραφέας –ένας Φίλιπ Ροθ γεννημένος, για παράδειγμα, το 1984– ήταν να εμπλακεί στις παγκόσμιες συγκρούσεις του 2014, ποιες θα επέλεγε;
Δεν ξέρω τι να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα. Κατ’ αρχάς, δεν πήγα στην Πράγα για να εκτελέσω καμιά αποστολή. Δεν έψαχνα να βρω κάποιο «καυτό» σημείο στο χάρτη. Ήμουν σε διακοπές και είχα πάει στην Πράγα αναζητώντας τον Κάφκα.
Αλλά την επομένη της άφιξής μου, έτυχε να περάσω από τον εκδοτικό οίκο που έβγαζε τα βιβλία μου για να συστηθώ. Με πήγαν σε μια αίθουσα συνεδριάσεων για ένα ποτηράκι σλίβοβιτς με το προσωπικό. Μετά, μια από τις επιμελήτριες με κάλεσε για μεσημεριανό. Στο εστιατόριο, όπου κατά τύχη έτρωγε και ο εκδότης, μου είπε χαμηλόφωνα ότι όλοι όσοι ήταν στην αίθουσα συνεδριάσεων ήταν «γουρούνια», με πρώτο και καλύτερο το αφεντικό – κομματόσκυλα που είχαν προσληφθεί για να αντικαταστήσουν όσους εργαζόμενους είχαν απολυθεί, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, επειδή υποστήριξαν τις μεταρρυθμίσεις της Άνοιξης της Πράγας. Τη ρώτησα για τους μεταφραστές μου, ένα ζευγάρι, σύζυγοι, με τους οποίος το ίδιο βράδυ βγήκα για φαγητό. Ούτε κι εκείνοι μπορούσαν πλέον να δουλεύουν, για τους ίδιους λόγους, και ζούσαν υπό καθεστώς πολιτικής ατίμωσης.
Όταν επέστρεψα στις ΗΠΑ, βρήκα στη Νέα Υόρκη μια μικρή ομάδα Τσέχων διανοούμενων που είχαν φύγει από την Πράγα όταν μπήκαν τα ρωσικά τανκς για να καταστείλουν την Άνοιξη της Πράγας. Την επόμενη φορά που ξαναπήγα στη ρωσοκρατούμενη Πράγα, την επόμενη άνοιξη, δεν ήταν πια για διακοπές. Είχα μαζί μου έναν μακρύ κατάλογο ανθρώπων που ήθελα να δω, τα μέλη ενός σκλαβωμένου έθνους που διέτρεχαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο, τους προγεγραμμένους συγγραφείς που θεωρούσαν πως ο σαδισμός και όχι ο σοσιαλισμός αποτελούσε τη θρησκεία του κράτους. Από εκεί και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.
Ναι, ο χαρακτήρας είναι μοίρα, κι ωστόσο όλα είναι τυχαία.

Αν παίρνατε συνέντευξη από τον εαυτό σας σ’ αυτή τη φάση της ζωής σας, υπάρχει κάποια ερώτηση που δεν σας έχει τεθεί, που αν και προφανής και σημαντική έχει αγνοηθεί από όλους τους δημοσιογράφους; Ποια θα ήταν αυτή;
Κατά κάποιον διεστραμμένο τρόπο, όταν με ρωτάτε για την ερώτηση που έχουν αγνοήσει οι δημοσιογράφοι, αμέσως μου έρχεται στο μυαλό εκείνη που πλήθος εξ αυτών αδυνατούν, όπως φαίνεται, να αγνοήσουν. Και είναι, μέσες-άκρες, η εξής: «Πιστεύετε ακόμα ότι ισχύει το τάδε; Θεωρείτε ακόμα το δείνα;» και παραθέτουν κάτι που δεν έχω πει εγώ αλλά ένας χαρακτήρας από κάποιο βιβλίο μου. Αν δεν έχετε αντίρρηση, θα ήθελα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία της τελευταίας σας ερώτησης και να πω αυτό που πιθανότατα είναι ήδη σαφές στους αναγνώστες σας, αν όχι και στο πνεύμα των δημοσιογράφων που επικαλούμαι.
Όποιος αναζητά τη σκέψη του συγγραφέα στα λόγια και τον εσωτερικό διάλογο των ηρώων του, ψάχνει σε λάθος κατεύθυνση. Η αναζήτηση των «σκέψεων» του συγγραφέα παραβιάζει την πλούσια εκείνη σύνθεση που αποτελεί ακριβώς και τη σφραγίδα του μυθιστορήματος. Η σκέψη του συγγραφέα μυθιστορημάτων που έχει κυρίως σημασία είναι η σκέψη εκείνη που τον καθιστά συγγραφέα μυθιστορημάτων.
Η σκέψη του συγγραφέα δεν έγκειται στα σχόλια των ηρώων του ούτε καν στην ενδοσκόπησή τους αλλά στη δοκιμασία που έχει εφεύρει για τους ήρωές του, στην αντιπαράθεση των ηρώων αυτών και στις συμβατές με την πραγματικότητα συνέπειες της αλληλεπίδρασής τους – η συμπαγής τους υπόσταση, η ζώσα ύπαρξή τους έτσι όπως πραγματώνεται με όλες τις αποχρώσεις των επί μέρους στοιχείων, αυτή είναι όντως η μεταβολισμένη σκέψη του.
Η σκέψη του συγγραφέα έγκειται στην επιλογή μιας πλευράς της πραγματικότητας που δεν έχει διερευνηθεί μέχρι πρότινος με τον τρόπο που τη διερευνά εκείνος. Η σκέψη του συγγραφέα βρίσκεται ενσωματωμένη σε ολόκληρη τη δράση του μυθιστορήματος. Η σκέψη του συγγραφέα παρίσταται αόρατη στον περίπλοκο σχεδιασμό –στον καινοφανή αστερισμό αυτών των φανταστικών πραγμάτων– που αποτελεί την αρχιτεκτονική του βιβλίου: αυτό που ο Αριστοτέλης είχε ονομάσει απλά «η των πραγμάτων σύστασις», το μέγεθος και η τάξη. Η σκέψη του μυθιστορήματος ενσαρκώνεται στο σημείο της ηθικής εστίασής του. Το εργαλείο σκέψης του μυθιστοριογράφου είναι η ευσυνειδησία του ύφους του. Σε όλα αυτά έγκειται το όποιο τυχόν μέγεθος της σκέψης του.
Συνεπώς, το ίδιο το μυθιστόρημα είναι ο πνευματικός του κόσμος. Ο συγγραφέας δεν είναι ένα μικρό γρανάζι στη μεγάλη μηχανή της ανθρώπινης σκέψης. Είναι ένα μικρό γρανάζι στη μεγάλη μηχανή της μυθοπλαστικής λογοτεχνίας. Τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: