15.8.11

ΑΡΙΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ

Οι εμμονές ενός φωτογράφου



Άρις Γεωργίου
Βαθμηδόν: Φωτογραφίες
Κείμενο: John Harvey
Θεσσαλονίκη, University Studio Press 2011, 101 σελ. (με 76 έγχρωμες και 13 α/μ εικόνες)




Άρις Γεωργίου 
Η Παπαμάρκου και τα πέριξ (1979-1990) 
Κείμενα: Αλεξάνδρα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Ηρακλής Παπαΐωάννου, Άρις Γεωργίου 
Θεσσαλονίκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2011, 135 σελ. (με 54 έγχρωμες και 70 α/μ εικόνες)


του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗ
διευθυντή του Εντευκτηρίου

Το φωτογραφικό έργο του πολυσχιδούς Άρι Γεωργίου (αρχιτέκτονα το επάγγελμα αλλά και φωτογράφου, ζωγράφου, γραφίστα και ―παλαιότερα― πρωτεργάτη στη διοργάνωση μεγάλων κύκλων εκθέσεων και εκδηλώσεων γύρω από τη φωτογραφία) χαρακτηρίζεται από την εμμονή του σε ορισμένους θεματικούς άξονες, οι περισσότεροι από τους οποίους ορίζονται από τη συνειδητή προσπάθειά του να καταγράψει εικόνες του παρόντος λίγο προτού καταστούν παρελθόν, και προτού εξαφανιστούν μαζί τους τα στοιχεία που προκαλούσαν την αυθόρμητη έκλυση συναισθημάτων. Στο μεταίχμιο αυτό, ο φακός του αναλαμβάνει να “παγώσει” τούτες τις εικόνες, καταγράφοντας τις όψεις (εξωτερικές ή εσωτερικές) κτιρίων, μαγαζιών  αλλά και ανθρώπινες φυσιογνωμίες. Έτσι, παρότι ο Γεωργίου έχει αναλώσει μεγάλο κομμάτι της ζωής του στην ανάδειξη της δημιουργικής ―όπως τη λέει― φωτογραφίας, σοβαρό μέρος των λήψεών του έχει αποκτήσει ―πέρα από την καλλιτεχνική του αξία― χαρακτήρα ιστορικού τεκμηρίου.
Αναφερόμενος στη φωτογράφιση του εσωτερικού του σπιτιού της γιαγιάς του λίγο πριν εκείνη πεθάνει, θα πει: «Ο ιστός που όλα μαζί [: έπιπλα, αντικείμενα κτλ.] έπλεκαν με τις συγκεκριμένες θέσεις και τις μεταξύ τους γειτονίες θα διαλύονταν, η εικόνα του χώρου σε λίγο θα μπορούσε να αποκατασταθεί μόνο με τη μνήμη και αργότερα θα ξεθώριαζε συνεχώς, αφήνοντας να επιπλεύσουν μόνο λίγα τμήματα απ’ το ναυάγιο που, αργά αλλά αμετάκλητα, θα βυθίζονταν σε απύθμενα βάθη» (Άρις Γεωργίου, «Φωτοπαρακείμενα», Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1999).

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
Με την ίδια λογική, το 1979 αρχίζει να φωτογραφίζει, σε ασπρόμαυρο φιλμ, τεχνίτες, εμπόρους και άλλους επαγγελματίες («κουρείς και κηροποιούς, στιλβωτές μετάλλων και καρεκλάδες, σανδαλοποιούς και ψαθοπώλες, τορναδόρους και τακουνοποιούς») που είχαν τα εργαστήρια και τα καταστήματά τους στην οδό Παπαμάρκου, έναν μικρό δρόμο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή που παλιότερα λεγότανε Τα Μπαζάρ και σήμερα είναι γνωστή ως Πλατεία Άθωνος, με χαρακτηριστικά διώροφα κτίρια της δεκαετίας του ’20. Έντεκα χρόνια αργότερα, επιστρέφει και ξαναφωτογραφίζει τους ίδιους ανθρώπους, τούτη τη φορά σε έγχρωμο φιλμ· έχει μαζί του τον δημοσιογράφο Τόλη Βεϊζαδέ, που καταγράφει προσωπικές μαρτυρίες των φωτογραφιζόμενων. Η τρίτη λήψη στην ίδια περιοχή, το 1996, στρέφεται από τα πρόσωπα στο περιβάλλον: την ατμόσφαιρα των δρόμων, στα στενά και στις διασταυρώσεις, κι ενώ, όπως παρατηρεί ο Ηρακλής Παπαϊωάννου, «τα κατεβασμένα ρολά και το χειμωνιάτικο κλίμα αναδίδουν μια αίσθηση τέλους εποχής». 
Ο επίλογος αυτής της φωτογράφισης γράφεται το 2009-2010, πάλι σε έγχρωμο υλικό, με λήψεις που κυρίως αποσκοπούν στο να αποτυπώσουν τα στοιχεία της σύγχρονης εξέλιξης: την πεζοδρόμηση της περιοχής, τις αλλαγές στις χρήσεις των μαγαζιών, την ασφυκτική πίεση που δέχονται από τις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες αυτά τα «παλιομοδίτικα» εργαστήρια και εμπορικά. Από λήψη σε λήψη κάτι αλλάζει, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο αισθητά. Οι φωτογραφιζόμενοι έχουν πάρει χρόνια ή/και κιλά, κάποιοι έχουν αποσυρθεί από το επάγγελμα (και συνεχίζουν οι χήρες ή τα παιδιά τους) ή από τη ζωή, μερικά μαγαζιά έχουν κλείσει...


ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ
Απόδειξη των φωτογραφικών εμμονών του Γεωργίου αποτελεί όμως και το άλλο πρόσφατο λεύκωμά του, με σκάλες. Μια πρώιμη φωτογραφία του, από το 1969, τελειόφοιτου μαθητή (6ταξίου) Γυμνασίου τότε, δείχνει έναν εργάτη στον δρόμο να κουβαλάει μια σκάλα. Τα σκαλοπάτια, σε όλες τους τις εκδοχές, θα παραμείνουν στο οπτικό του πεδίο από τότε μέχρι σήμερα, αποτυπωμένα σε πάνω από 700 φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στη διάρκεια σαράντα και πλέον χρόνων. «Η σκάλα», σχολιάζει ο John Harvey στο πολυπρισματικό κείμενό του, «ως λέξη και ως έννοια, ανακαλεί εύκολα μεταφορικά νοήματα που υπερβαίνουν την απλή άνοδο και κάθοδο», όμως ο Γεωργίου ισχυρίζεται πως η ματιά του δεν έχει μεταφορικό χαρακτήρα. Ως αρχιτέκτονας και φωτογράφος, στρέφει το κύριο ενδιαφέρον του στην ιδιαιτερότητα μιας σειράς από σκάλες που συνάντησε σε διάφορα μέρη του κόσμου: πρώτα απ’ όλα, φυσικά στην Ελλάδα, μετά στη Γαλλία, που την επισκέπτεται συχνά, κι ακόμη στην Ινδία, τη Ρωσία, την Αγγλία... Σκάλες πετρόχτιστες, ξύλινες, τσιμεντένιες, σιδερένιες, βιομηχανικές σε σύγχρονα κτίρια. Άσχετα πάντως από την πρόθεση του φωτογραφικού βλέμματος, είναι γεγονός ότι οι σκάλες του Γεωργίου προκαλούν τη φαντασία του θεατή και δημιουργούν συνειρμούς πέρα από τα υλικά, τη θέση και το περιβάλλον τους κτλ.
Παρίσι, Οκτώβριος 2009

Κοινό χαρακτηριστικό όλων των λήψεων στο «Βαθμηδόν» είναι η απουσία της ανθρώπινης φιγούρας: οι σκάλες, παλιές ή καινούριες, σε πόλεις ή χωριά, στην ηπειρωτική Ελλάδα ή στα νησιά, αποτυπώνονται έρημες, χωρίς κανέναν να τις ανεβαίνει ή να τις κατεβαίνει, θυμίζοντας ίσως πως τα κτίσματα ―όπως και η φύση― βρίσκονται “εκεί” συχνά πριν από εμάς και στις περισσότερες περιπτώσεις και μετά από εμάς, ανθεκτικά μέσα στην υλικότητά τους και οπωσδήποτε πολύ ανθεκτικότερα από τον άνθρωπο απέναντι στον ανελέητο καλπασμό του χρόνου.
Σταυρούπολη, Σεπτέμβριος 1996

Δεν υπάρχουν σχόλια: